Τιμητική ρουμανικού κινηματογράφου στις Κάννες

Ο ρουμάνικος κινηματογράφος έχει φέτος την τιμητική του στο φεστιβάλ των Καννών με δυο ταινίες στο διαγωνιστικό τμήμα (“Sieranevada” του Κρίστι Πούιου και “Αποφοίτηση” του Κρίστιαν Μουντζίου) και μια στο “Ένα κάποιο βλέμμα” (“Σκυλιά” του Μπόγκνταν Μιρίκα). Απόφαση της διεύθυνσης του φεστιβάλ που, πρέπει να πω, άξιζε, μια και ο κινηματογράφος αυτός είναι σήμερα ο πιο ανανεωτικός και με φαντασία κινηματογράφος όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Ενας κινηματογράφος που μας έχει δώσει, μέσα από διάφορες πτυχές, εικόνες συχνά σκληρές, διανθισμένες όμως πάντα με χιούμορ, της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας στις μετα-κομουνιστικές χώρες.

Στην ταινία “Αποφοίτηση” του Μουντζίου, βραβευμένου με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών το 2007, για την ταινία του “4 μήνες, 3 εβδομάδες, δυο μέρες”, ο πρωταγωνιστής, ένας έντιμος, μεσήλικας γιατρός αναγκάζεται ξαφνικά να αντιμετωπίσει ένα ηθικό πρόβλημα όταν η έφηβη κόρη του δυσκολεύεται, λόγω ατυχήματος (επίθεση με απόπειρα βιασμού από έναν άγνωστο στο δρόμο της προς το σχολείο), να περάσει στις εξετάσεις, αναγκαίες για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές της στην Αγγλία. “Το πρόβλημα σήμερα στη Ρουμανία,” ανάφερε ο Μουντζίου, στη συνέντευξη Τύπου, μετά τη σημερινή προβολή της ταινίας του, “είναι πως όσο και να θέλεις να είσαι έντιμος και ηθικός είσαι αναγκασμένος να κάνεις υποχωρήσεις… Τι κάνεις; Τι λες στα παιδιά σου; Η παλιότερη, κομμουνιστική γενιά αγωνίστηκε να αλλάξει τα πράγματα αλλά δεν τα κατάφερε και σήμερα, με τη διαφθορά που ακολούθησε, τα πράγματα είναι χειρότερα… Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε τη νέα γενιά να κάνει τις αλλαγές που χρειάζονται. Οι αλλαγές μπορούν να γίνουν από τον καθένα μας, από μικρά πράγματα, δεν μπορούμε ξαφνικά να αλλάξουμε τα μεγάλα. Όλα θα ξεκινήσουν από τα μικρά… Οι ταινίες μας μπορούν να βάλουν τα ερωτήματα και, ελπίζω ο καθένας να μπορεί, να αφιερώσει, έστω και λίγο χρόνο, για να σκεφτεί, να διερωτηθεί…”

Σε μια τέτοια κοινωνία, όπου ρόλο παίζουν τα μέσα και το βόλεμα, ο πρωταγωνιστής γιατρός προσπαθεί να μεγαλώσει όσο καλύτερα μπορεί την κόρη του και να τη βοηθήσει να σπουδάσει στο εξωτερικό, γιατί, όπως πιστεύει, η δίκη του γενιά αγωνίστηκε όσο μπορούσε αλλά δεν έφτασε και πολύ μακριά για αυτό, και η λύση των σπουδών και της καριέρας στο εξωτερικό είναι ό,τι καλύτερο. Με ένα πολύ έξυπνο, σφιχτοδεμένο σενάριο (από τα πρώτα δέκα λεπτά μαθαίνουμε για την επίθεση ενάντια στην κόρη του γιατρού, για τη συζυγική απιστία του ίδιου και, με την πέτρα που κάποιος ρίχνει στο παράθυρο του σπιτιού του, πως κάποιος η κάποιοι έχουν κάτι εναντίον του), με μια κάμερα που καταγράφει με διεισδυτικότητα και άνεση, από τη μια, την έρευνα της αστυνομίας για να ανακαλύψει το δράστη της επίθεσης και, από την άλλη, το γιατρό να βρει λύση στο πρόβλημα της κόρης του που δυσκολεύεται με το τραυματισμένο χέρι να προλάβει να λύσει όλες τις ερωτήσεις στις αναγκαίες εξετάσεις της (και που το οδηγούν στην αναζήτηση άλλων όχι ηθικών μέσων), με ωραίες ερμηνείες, ιδιαίτερα από τον Άντριαν Τιτιένι στο ρόλο του πατέρα, ο Μουντζίου έφτιαξε μια ακόμη εξαιρετική, σύνθετη ταινία.

Σε θεατρικό έργο του Ζαν-Λικ Λαγκάρς, που πέθανε από AIDS σε ηλικία 38 χρονών, είναι βασισμένη η δεύτερη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος, “Juste la fin du monde” (“Απλά είναι το τέλος του κόσμου”) του βραβευμένου τρεις φορές στο τμήμα “Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών” Καναδού σκηνοθέτη Ξαβιέ Ντολάν (“Mommy”, “Σκότωσα τη μητέρα μου”, “Ο Τομ στη φάρμα”). Η ταινία παρουσιάζει την επιστροφή του Λουί, ενός με ανίατη αρρώστια συγγραφέα, που επιστρέφει ύστερα, από δωδεκάχρονη απουσία, στο σπίτι του για να αποκαλύψει στην οικογένειά του, τη μητέρα και τα αδέρφια του, πως πεθαίνει. Μια οικογένεια η οποία τον αντιμετωπίζει με νευρικότητα (ιδιαίτερα ο μεγαλύτερος αδερφός του) αν, και, παρά τη φαινομενική αδιαφορία τους, όλοι ειναι ευχαριστημένοι που τελικά ο Λουί μπόρεσε να επιστρέψει κοντά τους.

“Εκείνο που με τράβηξε στο θεατρικό έργο”, θα πει ο Ντολάν, “είναι τα θέματα του Λαγκάρς, τα αισθήματα των χαρακτήρων, είτε φωναχτά, είτε σιωπηλά, οι ατέλειές τους, η μοναξιά τους, η θλίψη τους, τα αίσθημα κατωτερότητάς τους… θέλησα οι λέξεις του Λαγκάρς να μιλιούνται όπως τις σκέφτεται κανείς, χωρίς υποχωρήσεις… Αν τις νερώναμε θα τις κάναμε τετριμμένες…”

Με ένα διάσημο καστ ηθοποιών και μέσα από τις ατέλειωτες συζητήσεις τους, τους καυγάδες, τις ενοχές, τα συχνά παιδιαρίσματα τους, ο Ντολάν, με τη κάμερα, στο μεγαλύτερο μέρος, σε κοντινά πλάνα για να καταγράφει την κάθε έκφραση, τον κάθε μορφασμό και την κάθε αντίδραση των προσώπων του, καταφέρνει να βγάλει στην επιφάνεια το δράμα και την αγωνία που κρύβεται μέσα τους.

Στις πολύ ενδιαφέρουσες παράλληλες εκδηλώσεις αξίζει να αναφέρω το ετήσιο “μάθημα κινηματογράφου” που φέτος έδωσε ο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης Γουίλιαμ Φρίντκιν, ο οποίος εκτός από λεπτομέρειες γύρω από το γύρισμα της κλασικής πια, βραβευμένης, ταινίας του, “ο εξορκιστής”, μίλησε γενικότερα για τα σκηνοθεσία και τα προβλήματα της.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποψινή προβολή, στο τμήμα “Ένα κάποιο βλέμμα”, του ντοκιμαντέρ “Risk” της βραβευμένης ήδη με Οσκαρ για το ντοκιμαντέρ της “Citizenfour” Λάουρα Πόιτρας. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ γύρω από τον Julien Assange, ο οποίος από τις 19 Ιουνίου 2012 βρίσκεται στην πρεσβεία του Εκουαδόρ, όπου είχε ζητήσει άσυλο. Η Πόιτρας εξετάζει και αποκαλύπτει τον κόσμο του Ασάνζ και των συνεργατών του, τεχνολόγους, δικηγόρους, δημοσιογράφους, και εθελοντές, πίσω από το WikiLeaks, που έφερε επανάσταση στον κόσμο της δημοσιογραφίας, δημοσιεύοντας έγγραφα που οι αποκαλύψεις τους προκάλεσαν την “Αραβική άνοιξη” και αποκάλυψαν την εταιρική κατασκοπεία και κυβερνητική διαφθορά.

ΚΥΠΕ

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy