Την κατάργηση του τέλους των €350 για εταιρείες ζήτησαν οι βουλευτές

Πρόταση νόμου για κατάργηση του ετήσιου τέλους ύψους €350 που επιβάλλεται σε όλες τις εγγεγραμμένες εταιρείες, συζήτησε σήμερα η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, με τους βουλευτές να τονίζουν την ανάγκη κατάργηση του τέλους και τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομικών να υπογραμμίζει πως στην παρούσα στιγμή δεν μπορεί να συζητηθεί κατάργηση του τέλους, λόγω κάποιων οικονομικών αβεβαιοτήτων που αφορούν την επικείμενη απόφαση του δικαστηρίου για τις αποκοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και τις δαπάνες για το ΓεΣΥ.

Κόμματα κατέθεσαν την εισήγηση να οδηγηθεί το θέμα στην Ολομέλεια της Βουλής για κατάργηση του τέλους, προτού τα έσοδα από το τέλος προϋπολογισθούν στον προϋπολογισμό του 2020, ενώ ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανδρέας Κυπριανού ανέφερε ότι το Υπουργείο Οικονομικών έχει πάρει κάποιες εισηγήσεις από τους βουλευτές και η Επιτροπή θα συζητήσει εκ νέου το θέμα όταν θα έχει ένα ξεκαθάρισμα που θα προβεί ο Έφορος Εταιρειών σε σχέση με τις εταιρείες που είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο, πόσες λειτουργούν, πόσες έχουν διαγραφεί και για πόσες το Τμήμα Φορολογίας δεν δέχεται να κλείσουν γιατί αναμένει ότι θα έχει φορολογικά έσοδα.

«Αναμένουμε από τον Υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη στα πλαίσια της φορολογικής μεταρρύθμισης που θα ανακοινωθεί να δει πως προχωρούμε με αυτή την άδικη κατά γενική ομολογία, συμπεριλαμβανομένου του ΥΠΟΙΚ και της Κυβέρνησης, ισοπεδωτική και καθολική φορολογία», πρόσθεσε.

Την πρόταση νόμου κατέθεσαν οι βουλευτές Χρίστος Χρίστου και Λίνος Παπαγιάννης του ΕΛΑΜ, Ηλία Μυριάνθους της ΕΔΕΚ, Ζαχαρίας Κουλίας του ΔΗΚΟ, Μιχάλης Γιωργάλλας της Αλληλεγγύης, Γιώργος Λιλλήκας της Συμμαχίας Πολιτών, Γιώργος Περδίκης του Κινήματος Οικολόγων –Συνεργασία Πολιτών και η ανεξάρτητη βουλευτής Άννα Θεολόγου.

Η σχετική φορολογία επιβλήθηκε τον Ιούνιο του 2011 με στόχο την στήριξη των δημοσίων οικονομικών.

Εκπρόσωπος του ΥΠΟΙΚ είπε ότι το τέλος «πράγματι έχει ένα χαρακτήρα που δημιουργεί κάποιες στρεβλώσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι καθολικό, δεν λαμβάνει υπόψη το μέγεθος της επιχείρησης, τον αριθμό των εργαζομένων στην επιχείρηση και τον τζίρο τους.

Πρόσθεσε ότι το θέμα βρίσκεται σε ένα κατάλογο και μάλιστα υψηλά της Κυβέρνησης για την εξέταση και προώθηση των οποιονδήποτε φορολογικών ελαφρύνσεων.

Ανέφερε, ωστόσο, ότι «δεν πρέπει να αγνοούμε το υψηλός κόστος που θα επιφέρει η οποιαδήποτε κατάργηση του συγκεκριμένου τέλους το οποίο υπολογίζεται γύρω στα 48 με 50 εκατομμύρια ευρώ, ετησίως».

«Κάτι το οποίο στην παρούσα στιγμή δεν μπορεί να συζητηθεί, αλλά δεν απορρίπτεται και το ενδεχόμενο κατάργησης του, λαμβάνοντας υπόψη κάποιες συνθήκες και γεγονότα τα οποία συντρέχουν», υπογράμμισε.

Το πρώτο γεγονός, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΥΠΟΙΚ, είναι το ότι «εκδίδεται σε λίγες εβδομάδες η απόφαση του δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα των αποκοπών των μισθών (των δημοσίων υπαλλήλων), το οποίο αναλόγως της απόφασης θα επιφέρει και κάποιες επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά».

Είπε ακόμη ότι «θα πρέπει να επιβεβαιωθούν οι δημόσιες πτυχές των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας».

Το θέμα για το ΥΠΟΙΚ παραμένει ανοικτό και όταν και εφόσον ξεκαθαρίσουν οι αβεβαιότητες που αφορούν τα θέματα των αποκοπών των μισθών και της υγείας, το θέμα του τέλους θα εξεταστεί, τόνισε.

Ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης Σπύρος Κόκκινος, αφού χαρακτήρισε το τέλος «χαράτσι», το οποίο «μαζί με άλλα πράγματα εμποδίζουν την προσέλκυση επενδύσεων», είπε ότι από το 2011 που τέθηκε σε εφαρμογή το τέλος μέχρι σήμερα έχουν εισπραχθεί 370 εκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας ότι «ο μεγαλύτερος αριθμός των εταιρειών δεν έχει καταβάλει το τέλος».

Ανέφερε ότι το Τμήμα στην προσπάθεια του να καθαρίσει το μητρώο του λόγω και των κατηγοριών που χαρακτηρίζουν την Κύπρο χώρα ξεπλύματος χρήματος διέγραψε συνολικά 102.000 από το 2014 που ξεκίνησε το Τμήμα Εφόρου την διαγραφή εταιρειών και σημείωσε ότι ο λόγος της διαγραφής τους οφείλεται στο γεγονός ότι χρωστούν ετήσιες εκθέσεις με ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις και ταυτόχρονα οφείλουν και ετήσιο τέλος.

Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι το Τμήμα Φορολογίας ζητά την μη διαγραφή εταιρειών καθώς υπάρχουν γύρω στις 45.000 εταιρείες που δεν έχουν καταβάλει ποτέ λογαριασμούς και αν διαγραφούν θα απωλέσει το Τμήμα Φορολογίας αρκετά εκατομμύρια.

Ανέφερε ότι το ερώτημα που τίθενται είναι πως θα μπορέσει το κράτος να πάρει αυτά τα χρήματα για αυτή την φορολογία.

Η εκπρόσωπος του Υπουργείου, Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού Τόνια Σταυρίδη ανέφερε ότι οι εταιρείες που είναι συμμορφούμενες και ετοιμάζουν οικονομικές καταστάσεις πληρώνουν και το ετήσιο τέλος, ενώ εταιρείες που δεν έχουν να ετοιμάσουν λογαριασμούς επειδή δεν είναι σε βιώσιμη κατάσταση δε θα πληρώσουν και το ετήσιο τέλος.

Ανέφερε ότι το Τμήμα Φορολογίας κάνει ενστάσεις για την διαγραφή 63.000 εταιρειών, πολλές από τις οποίες είναι πάρα πολύ παλιές, ενώ γύρω στις 23.000 από αυτές είναι χωρίς ταχυδρομικό κώδικα.

Η πλειοψηφία αυτών των εταιρειών, πρόσθεσε, δε λειτουργούν, δεν είναι βιώσιμες και δεν καταχωρούν στον Έφορο Εταιρειών ετήσιες εκθέσεις για να διαφανεί πως υπάρχει μια κίνηση από αυτές τις εταιρείες.

Το Τμήμα Φορολογίας δεν μπορεί να προχωρήσει στην διαγραφή τους γιατί χρωστούν φορολογία, ανέφερε, προσθέτοντας ότι υπάρχει μια σταθερότητα και θα πρέπει να εξεταστεί το θέμα πως αντιμετωπίζεται.

Η κ. Σταυρίδη σημείωσε ότι το Νοέμβριο του 2019 θα γίνει η νέα αξιολόγηση του Global Forum σε σχέση με την υποβολή οικονομικών καταστάσεων από τις εταιρείες με την προηγούμενη αξιολόγηση το 2015 να μας βρίσκει «ευρέως συμμορφούμενοι σε ό,τι αφορά την κατάθεση ετήσιων εκθέσεων στον Έφορο Εταιρειών».

Σε δηλώσεις μετά τη συνεδρία, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανδρέας Κυπριανού χαιρέτισε την θετική στάση, όπως είπε, «του ΥΠΟΙΚ σε σχέση με τη μελέτη αλλαγής αυτού του καθολικού φόρου ο οποίος μπήκε το 2011, είναι οριζόντιος, δε λαμβάνει υπόψη κερδοφορία και βιωσιμότητα των εταιρειών και πρέπει να αλλάξει και να μπουν κάποια κριτήρια».

Ανέφερε ότι έγινε εισήγηση πέρσι από το ΥΠΟΙΚ για την κατάργηση αυτού του φόρου στα πλαίσια των φορολογικών ελαφρύνσεων που συνεχίζει η Κυβέρνηση, όμως η Βουλή επέλεξε ομόφωνα να μειώσει το φόρο στα καύσιμα και ουσιαστικά να το μηδενίσει με απώλεια εσόδων περίπου του ίδιου επιπέδου, γύρω στα 50 εκ. ευρώ.

Ο κ. Κυπριανού είπε ότι «θέση του κυβερνώντος κόμματος αλλά και της Κυβέρνησης είναι η λογική και συνεχής μείωσης των φορολογιών αλλά πάντοτε στα πλαίσια της βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών» και πρόσθεσε ότι αυτή η Κυβέρνηση προχωρεί στη μείωση των φορολογιών προσεκτικά για να μη θέσουμε ξανά την οικονομία εν κινδύνων.

Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Κώστας Κώστα είπε ότι το ΑΚΕΛ το Σεπτέμβριο του 2012 είχε εισηγηθεί την κλιμακωτή επιβολή του τέλους ύψους 350 ευρώ ετησίως για τις εταιρείες στη βάση του κύκλου εργασιών της κάθε εταιρείας γιατί δεν είναι δυνατόν μια μικρή εταιρεία με περιορισμένο κύκλο εργασιών να καταβάλλει το ίδιο ετήσιο τέλος με μια μεγάλη εταιρεία η οποία έχει τεράστια κέρδη.

Πρόσθεσε ότι η εισήγηση του ΑΚΕΛ δεν έγινε αποδεκτή με αποτέλεσμα το τέλος των 350 ευρώ να επιβάλλεται οριζόντια σε όλες τις εταιρείες κάτι το οποίο στην τελευταία συνεδρία της Επιτροπής για το θέμα, στις 8 Μαϊου 2018 ο Έφορος Εταιρειών χαρακτήρισε ως άδικο και ο εκπρόσωπος του ΥΠΟΙΚ ως αναχρονιστική και μη ορθολογική φορολογία.

Ο κ. Κώστα είπε ότι το ΥΠΟΙΚ ανέφερε τότε ότι «μελετά είτε τη σταδιακή απόσυρση του φόρου αυτού είτε την κατάργηση του είτε να επιβάλλεται στοχευμένα και ότι οι οριστικές προτάσεις του Υπουργείου θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με τον προϋπολογισμό του 2019 κάτι που δεν έγινε», όπως είπε.

Αναφέροντας ότι στη σημερινή συνεδρία «ακούσαμε και πάλι τα ίδια από τον εκπρόσωπο του ΥΠΟΙΚ», ο κ. Κώστα είπε ότι «ενώ δεν έκαναν καμία μελέτη, σήμερα μας δικαιολόγησαν την αδράνεια τους με αστήρικτες δικαιολογίες όπως η πιθανή αύξηση των εξόδων για τη μεταρρύθμιση στον τομέα της υγείας».

«Η Κυβέρνηση για ακόμη μια φορά εμπαίζει την Βουλή με απαράδεκτη συμπεριφορά η οποία προκαλεί», ανέφερε, προσθέτοντας ότι το ΑΚΕΛ επανέλαβε ότι συμφωνεί με την κατάργηση του τέλους σε όλες τις μικρές εταιρείες και πρότεινε ξανά την επιβολή τέλους σε εταιρείες με σημαντικά ή μεγάλα κέρδη.

Ο βουλευτής του ΔΗΚΟ Άγγελος Βότσης είπε ότι άκουσαν ξανά τα ίδια που άκουσαν πριν δύο χρόνια, ότι η Κυβέρνηση μελετά στα πλαίσια φορολογικής μεταρρύθμισης να διαφοροποιήσει και αυτό το τέλος ή να το καταργήσει και πρόσθεσε ότι με αυτά που άκουσαν σήμερα θεωρούν ότι πρέπει να προχωρήσει στην Ολομέλεια η πρόταση νόμου για να καταργηθεί από την Βουλή αυτό το τέλος ώστε να μην μπορεί η Κυβέρνηση να το υπολογίσει στον προϋπολογισμό του 2020 ώστε να κάνει τις ενέργειες που χρειάζεται για να είναι ο προϋπολογισμός πλεονασματικός χωρίς να υπολογίζει αυτά τα χρήματα.

Ανέφερε ότι το ΔΗΚΟ θεωρεί πως έχει περάσει η συζήτηση αυτού του θέματος, η κρίση έχει ξεπεραστεί και το τέλος το οποίο κυρίως πληρώνουν οι μικρές επιχειρήσεις που είναι οι περισσότερες, αποδεικνύεται ότι έχει εξελιχθεί χαράτσι και πρόσθεσε πως θα αποφασίσει ο Πρόεδρος της Επιτροπής κατά πόσον θα συνεχιστεί η συζήτηση ή θα οδηγηθεί η πρόταση νόμου στην Ολομέλεια για κατάργηση του τέλους.

Ο βουλευτής της ΕΔΕΚ Ηλίας Μυριάνθου είπε ότι «ενώ υπάρχει θετική προσέγγιση από πλευράς ΥΠΟΙΚ και αντιλαμβάνεται την αδικία που υπάρχει σε αυτό το τέλος εντούτοις μας έχει αναφερθεί πως έχει έχει προϋπολογιστεί μέσα στο 2020 για 48 εκ. ευρώ» και πρόσθεσε ότι οι ίδιες προσεγγίσεις του ΥΠΟΙΚ ήταν και το 2018 και το 2019.

«Η αποφυγή ρύθμισης από πλευράς Κυβέρνησης αυτού του τέλους προσεγγίζεται με ένα διαφορετικό τρόπο σε σχέση με το πως προσέγγισε η Κυβέρνηση την κατάργηση του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας που μέσα σε μερικές εβδομάδες είχαν πάρει την απόφαση για κατάργηση του και βρήκαν άλλους τρόπους να καλύψουν την διαφορά που έχαναν τα δημόσια ταμεία», ανέφερε και πρόσθεσε ότι η ΕΔΕΚ βλέπει ως υπεκφυγή της Κυβέρνησης ότι θα ελέγξει μέσα από τις διαδικασίες και τη φορολογική μεταρρύθμιση πως θα καταργήσει το συγκεκριμένο τέλος.

Ο κ. Μυριάνθου είπε ότι η ΕΔΕΚ αναμένει να δει τις προσεγγίσεις της Κυβέρνησης, αλλιώς η Επιτροπή θα προχωρήσει με την πρόταση νόμου.

Ο Πρόεδρος του Κινήματος Οικολόγων Συνεργασία Πολιτών Γιώργος Περδίκης είπε ότι «αυτός ο νόμος που έχει ονομαστεί ως χαράτσι για τις εταιρείες είναι ισοπεδωτικός, πλήττει ιδιαίτερα τις μικρές επιχειρήσεις και πρέπει να καταργηθεί εντελώς ή να τροποποιηθεί, προσθέτοντας ότι επειδή θα προκύψει ένα κόστος περίπου 45 με 50 εκ. ευρώ στα δημόσια οικονομικά είναι ίσως μια μεταβατική λύση η εφαρμογή κριτηρίων και κλιμάκωσης ούτως ώστε αυτό το ποσό να το πληρώνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις».

Αυτή η λογική της κλιμάκωσης έπρεπε να εφαρμοστεί από την αρχή, αλλά οι αποφάσεις που εφαρμόστηκαν το 2011 ήταν ισοπεδωτικές, κατέληξε.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy