Σημεία κοινού/ Ορίζοντας

Για την ποιητική συλλογή Η νύχτα των κήπων του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης με τη νέα του ποιητική συλλογή Η νύχτα των κήπων (Εκδόσεις Ίκαρος, 2022) χαρίζει στον αναγνώστη ένα πραγματικά ποιητικό κόσμημα όπως μας συνηθίζει εδώ και δεκαετίες. Η επιλεκτική χρήση των λέξεων, η μοναδικά επιτυχημένη δημιουργία καινούργιων εικόνων σε κάθε ποίημα αλλά και η εξακολουθητική αποτελεσματικότητα της αισθητικής του αγγίζει χωρίς αμφιβολία τη σφαίρα του μεγαλειώδους. Το μεγαλειώδες όμως της ποιητικής γλώσσας δεν φτάνει ν’ ανταποκριθεί a priori στον κοινωνικοπολιτικό της αντίκτυπο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ποιητικά μεγαλειώδη ποιητική συλλογή, η οποία όμως εγκλωβίζεται αποστειρωμένη σ’ ένα ποιητικά ιδιωτικό χώρο. Γιατί η ποίηση, και δη η καλή ποίηση, έχει να κάνει πρωτίστως με την εγκαθίδρυση της αλήθειας όσον αφορά την ιστορικότητά της, την ιστορική θέση του δημιουργού αλλά και τη στάση του αναγνώστη μπροστά σε όλα αυτά. Τέλος, το ηθικό υπόστρωμα μιας ποιητικής συλλογής υποβάλλει κάθε φορά και σίγουρα όχι αυθαίρετα, την αναμέτρησή της με την κοινωνία. Η αναμέτρηση αυτή συντελείται από μια κριτική διαδικασία ανάλυσης του περιεχομένου του εκάστοτε έργου με αποτέλεσμα ν’ αποσαφηνιστούν και να καταδειχθούν κάποια θραύσματα πολιτικού συντηρητισμού ή μιας έστω βαθύτερης και υποβόσκουσας ανάγκης για ετεροπροσδιορισμό.

Η συγκεκριμένη συλλογή στο σύνολό της εξυμνύει αρχικά τη θεσμική πτυχή του θρησκευτικού συναισθήματος, αγγίζοντας τα όρια της θρησκοληψίας. Εμφανές χαρακτηριστικό της ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη είναι η θρησκευτική του εμμονή, η οποία ακολουθεί σχεδόν φετιχιστικά μια χριστιανική κατευθυντήρια γραμμή. Αυτό δεν είναι αποκλειστικά αρνητικό όσον αφορά το αμιγές φαινόμενο της πίστης αλλά καθίσταται προβληματικό όταν γίνεται η κύρια συνιστώσα της κοινωνικής συνθήκης ενός χειραφετημένου λόγου. Κατά δεύτερον, η ποίησή του αντιπροσωπεύει την κλασική ελληνοκεντρική εθνολαγνεία της ελληνοκυπριακής ποιητικής παραγωγής. Το έργο Η νύχτα των κήπων βρίσκει την ιστορική του θέση δίπλα στην ελληνική ιστορία και παράδοση. Βαθιά εμποτισμένο από την ελληνική μυθολογία, απαιτεί μέσα από τον ποιητικό λόγο ν’ αποδεχτεί ο αναγνώστης το μεγαλείο του ελληνισμού και του χριστιανισμού. Ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη έγκειται στην ιστορική ανάγκη να επικυρωθεί το κυπριακό πνεύμα εντός του πλαισίου της γενικότερης ελληνικής μυθιστορίας. Η συγκεκριμένη ανάγκη εντοπίζεται διαχρονικά στο ποιητικό του έργο.

Κάθε ποιητική συλλογή έχει κάποιο κόστος όσον αφορά τη θέση από την οποία δημιουργείται ο ποιητικός της κόσμος. Χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά στο Πρώτο Μέρος της συλλογής (Από το ποίημα Φθόγγος μέχρι και το ποίημα Ελευθερία και Γλώσσα) ο ποιητής υποβάλλει ως το οντολογικό στοιχείο της ποίησής του τη μυθιστορία και τη μυθολογική αρχαιολογία. Στο Δεύτερο Μέρος (Από το ποίημα Οστρακισμός μέχρι και το Δέηση στο Χωρίο Γαληνόπωρνη το 1947) επικυρώνεται το κυπριακό στοιχείο, ενσωματωμένο βέβαια πάντα στην ελληνική μυθιστορία κι εγκλωβισμένο χωρίς δίοδο διαφυγής στην ελληνική μυθολογία. Μερικά παραδείγματα από τη συλλογή είναι αναγκαία για να καταδειχθεί από τη μια το ποιητικό ταλέντο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και από την άλλη ν’ αποσαφηνιστεί όσον το δυνατό η ακαμψία μιας στειρωμένης ποιητικής δημιουργίας. Για παράδειγμα, ο τίτλος του ποιήματος Δεύτερη Άλωση είναι επιλεγμένος αυτολεξεί από τη δήλωση της βυζαντινολόγου Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας στην Ισταμπούλ σε μουσουλμανικό τζαμί. Η δήλωση, η οποία φέρει έντονο εθνικιστικό χρώμα με αλυτρωτικά στοιχεία, αποκαλεί μεταξύ άλλων τον τουρκικό λαό «βάρβαρο». Το αν η κ. Αρβελέρ «δεν θα εκπλαγεί αν ακούσει ότι τα ψηφιδωτά έχουν δακρύσει» αφορά σίγουρα μια αντίληψη της πολιτικής και της ιστορίας η οποία, οτιδήποτε άλλο κι αν είναι, δε μπορεί να χαρακτηριστεί «προοδευτική». Επίσης, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κ. Αρβελέρ, υπερασπίζοντας τον πολιτικό συντηρητισμό της Νέας Δημοκρατίας θεωρεί τον πρωθυπουργό της Ελλάδας κ. Μητσοτάκη «δώρο για την Ελλάδα» αφού «δεν μπορούσαμε – ισχυρίζεται – ίσως να βρούμε καλύτερο ηγέτη». Το ποίημα λοιπόν Δεύτερη Άλωση δεν θα μπορούσε παρά ν’ ασπάζεται αρχικά τον εθνικιστικό τόνο της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ. Κατά δεύτερον, η θέση της Αρβελέρ φαίνεται να ταυτίζεται με τον πόνο και το πένθος του ποιητή ως αυτό να είναι η συμπαντική αλήθεια ενός άχραντου, κρυμμένου λόγου:

«Αν ο ρυθμός του σύμπαντος απόλυτα επιμένει

να δίνει περιεχόμενο στα δάκρυά μου…»

(…)

«Ποιός σας όρισε

να καθοράτε το άγνωστο του πένθους μου

που συνενώνει την αντήχησή του

με την αλήθεια του άχραντου, κρυμμένου λόγου;»

Στο ποίημα Του Αρχαγγέλου (Στίχοι για επαναπροσέγγιση) αυτό που έχει ξεκάθαρα ένα πολιτικό ενδιαφέρον και όχι τόσο ποιητικό είναι η σημείωση του ποιητή που αφορά το συγκεκριμένο ποίημα. Σημειώνει λοιπόν ο ποιητής ότι «το ποίημα εντάσσεται στο ζητούμενο για ομαλή συμβίωση, φιλία και συνεργασία μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής κοινότητας της Κύπρου». Αρχικά, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι η Επαναπροσέγγιση δεν θεωρείται απλά ένα ζητούμενο για ομαλή συμβίωση, φιλία και συνεργασία γιατί πολύ απλά αυτά δεν καθορίζουν θεσμικά ή καλύτερα ταξικά την πολιτική σχέση ισότητας μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η Επαναπροσέγγιση απαιτεί έναν βαθύτερο πολιτικοϊδεολογικό κοινό αγώνα ενάντια στον εθνικισμό και τον φασισμό που ευθύνονται για το πραξικόπημα και την εισβολή. Ο ποιητής όμως οραματίζεται την επιτυχία της Επαναπροσέγγισης με όρους θαύματος: «Ήταν εκεί ένας άγγελος που ηχούσε…». Παράλληλα, οι στίχοι του απαιτούν να επιτευχθεί το ζητούμενο μονομερώς, μ’ ένα καθαρά χριστιανικό θαυματοποιό χέρι. Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης συγχέει, πολύ πιθανόν, το πολιτικό πρόταγμα της Επαναπροσέγγισης με τη «λευτεριά» του τόπου από τον κακό Τούρκο μέσω των καλών Αρχαγγέλων και μέσω μιας ιδιότυπης θεοδικίας που αφορά αποκλειστικά τη δικαίωση των χριστιανών:

«Τα φανταράκια οι Τούρκοι, τα φτωχόπαιδα,

σάμπως με λίγη μόνο κουραμάνα

κι ένα στο χέρι αδήριτο ντουφέκι,

τρέξαν να δουν. Δεν πίστευαν στα μάτια!»

Επιπρόσθετα, στο ποίημα Οστρακισμός ο ποιητής προφανώς απαιτεί τον εξοστρακισμό, όχι αποκλειστικά του Niyazi Kızılyürek – αφού σ’ αυτόν αναφέρεται όπως μας παραπέμπει ο ίδιος ο ποιητής στις Σημειώσεις στην έκδοση – αλλά και της ιδέας ότι η Κύπρος μπορεί και να μην είναι ελληνική. Η αλήθεια του ποιητή πρέπει να ειπωθεί με το βάρος που αναλογεί στην περιθωριοποιημένη του μορφή. Η απαστράπτουσα πίστη στο αιώνια εθνικά αληθές ως κεντρικός ιστορικός άξονας της ελληνοκυπριακής ποιητικής παραγωγής εκφράζεται σήμερα ως αποκρυσταλλωμένη δικαίωση. Τα εισαγωγικά στη λέξη «εθνικισμός» όπως τα τοποθετεί ο ποιητής δεν απαλλάσσουν το φανατικά φορτισμένο ιστορικό της περιεχόμενο. Το αντίθετο συμβαίνει, παρά τους τόνους μελαγχολικής παραίτησης:

«Να τη πραγματευτούμε την αλήθεια:

«Εθνικισμό» αν καλείς  την ανακήρυξη

του μύρου, την ανασεμιά της Κύπριδος…

(…)

Να την παραδεχτούμε την αλήθεια:

Έλληνες μια φορά κι έναν καιρό

υπήρξαμε κι εμείς. Μα τώρα πια…»

Γίνεται πρόδηλο ότι ο ποιητής συνειδητά πλέον δεν επιδιώκει την απαλλαγή του φορτισμένου ιστορικού περιεχομένου του ελληνκοκυπριακού εθνικισμού αλλά επικυρώνει την απόλυτη θεσμοθέτησή του, με το να εξοστρακίζει ό,τι χαλάει τον «όμορφα» ντυμένο με εθνική περηφάνια συλλογικό σοβινισμό.

Αναστάσης Πισσούριος

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy