Πυξίδα/ Ορίζοντας

Το χαμόγελο, το πείσμα και το χιούμορ της Ντίνας Κατσούρη

Την Ντίνα και τον Γιάννη Κατσούρη τους γνώρισα[i] το 2004-2005. Την προηγούμενη χρονιά είχα εκδώσει ουσιαστικά το πρώτο μου μυθιστόρημα Ώσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας (αυτοέκδοση). Το είχα ταχυδρομήσει στο Άνευ, νομίζω με αφιέρωση. Μου τηλεφώνησε ένα απόγευμα η Ντίνα˙ κάπου βρήκε τον αριθμό μου. Χειμώνας, γύρω στις έξι˙ η αγαπημένη της ώρα, μετά την ξεκούραση, η ώρα που όριζε, συνήθως, τις συνεδρίες της Συντακτικής Επιτροπής του Άνευ. Έλαβε το βιβλίο και ήθελε να περάσω από το σπίτι της να γνωριστούμε.

Καθόταν με τον Γιάννη μπροστά στην τηλεόραση. Ο Γιάννης στον καναπέ χάιδευε τον Κόκο· νομίζω ήταν ο Κόκος νούμερο 1. Η Ντίνα στην αναπηρική της καρέκλα. Χειριζόταν τους μοχλούς, πάταγε τα κουμπιά, όπισθεν-έμπροσθεν, έστριβε, πήγαινε κι ερχόταν. Αργότερα κατάλαβα πως η αναπηρική καρέκλα για την Ντίνα δεν ήταν ένα μέσο περιορισμού και καθήλωσης, ήταν ένα αεριωθούμενο, ένα τζετ με το οποίο απογειωνόταν και έσπαγε το φράγμα του ήχου. Πάνω σ’ αυτήν έγραψε πολλές από τις συλλογές της, διηύθυνε το Άνευ, γύρναγε τις θεατρικές παραστάσεις. Και οι αναπηρικές έχουν ψυχή/ θέλουν να αφεθούν και αυτές στο χάζεμα των υπεραγορών, την περιδιάβαση των βιβλιοπωλείων, θα γράψει αργότερα, το 2018 στο ποίημα «Εμείς οι αναπηρικές καρέκλες».

Με κοίταγε με ένα ελαφρύ χαμόγελο που ήταν το σήμα κατατεθέν της. Μάλλον προσπαθούσε να με μετρήσει με τη μεζούρα. Ο Γιάννης Κατσούρης μου είπε πως έδωσαν στον Κώστα Κατσώνη το βιβλίο, για να ετοιμάσει μια βιβλιοπαρουσίαση. Νομίζω ήταν η πρώτη ή η δεύτερη παρουσίαση του βιβλίου μου. Σ’ εκείνα τα δειλά μου βήματα ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που έδειξαν ενδιαφέρον για τα κείμενά μου. Ασφαλώς δεν έφυγα από το σπίτι τους, πριν η Ντίνα με «πείσει» να γίνω συνδρομητής στο Άνευ. Δεν υπήρχε άνθρωπος σ’ αυτόν τον πλανήτη που θα μπορούσε να της αντισταθεί. Δεύτερο σήμα κατατεθέν της: το πείσμα της.

Μετά από λίγο καιρό μού ζήτησε να ενταχθώ στη Συντακτική Επιτροπή του Άνευ. Δίσταζα, είχα αμφιβολίες, αισθανόμουν πως δεν ήμουν έτοιμος. Μα ποιος μπορεί να εναντιωθεί στην Ντίνα. Ήταν μαθημένη στις ντρίπλες και στο ασφυκτικό πρέσινγκ από τους αγαπημένους της· τον Πλατινί και τον Μέσι. Μου ζητούσε κάθε λογής κείμενα για το Άνευ. Κριτικά σημειώματα, παρουσιάσεις βιβλίων. Έγραψα και κριτική θεάτρου. Μία και μοναδική. Επέμενε. Μου είπε, μου ξαναείπε. Υπέκυψα. Κατάλαβε πως δεν ήταν ευχάριστο για μένα. Δεν μου ζήτησε ξανά. Η κριτική πρέπει να ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Σε αυτές τις πρώτες συναντήσεις, στις 20 Οκτωβρίου του 2006, μου χάρισε τα πρώτα της βιβλία. Στη συλλογή Υπομνήματα του 1978 έγραψε στην αφιέρωση: Του Αιμίλιου Σολωμού για λογοτεχνικές μάχες που δεν κερδήθηκαν ακόμα. Το 2007, με πρωτοβουλία του Γιάννη περισσότερο, το Άνευ εξέδωσε το τρίτο βιβλίο μου, το Ένα τσεκούρι στα χέρια σου.

Η Ντίνα είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους νέους ανθρώπους. Τους ήθελε γύρω της. Έψαχνε για νέες φωνές, νέους συγγραφείς, νέους καλλιτέχνες, ανθρώπους γενικά του πολιτισμού. Στις σελίδες του περιοδικού έδωσε φωνή στη μαθητική ποίηση, φιλοξένησε φοιτητές. Σε κάθε τεύχος οι συνεργάτες ήταν κατά 80 ίσως και 90% νέοι άνθρωποι. Ενδεχομένως, αυτό, ορισμένες φορές, να λειτουργούσε σε βάρος της ποιότητας, αλλά, πάνω από όλα, για την Ντίνα μετρούσε αυτή η ευκαιρία που έδινε στους νέους ανθρώπους. Ήθελε ένα περιοδικό προοδευτικό, νεωτερικό, αλλά και δηκτικό απέναντι σε όσα σαθρά συμβαίνουν στον τόπο μας. Και η ίδια ήταν πολύ σκληρή στις κριτικές που δημοσίευε στο Άνευ· δεν έκανε εκπτώσεις. Ήταν η ψυχή του Άνευ και το Άνευ ήταν η καθημερινή έγνοια της. Επιζητούσε πολύ περισσότερο από εμάς τους πολύ νεότερούς της, νέες, ριζοσπαστικές ιδέες για εκδόσεις, αφιερώματα. Κάθε φορά, όταν είχε έτοιμο το υλικό για το επόμενο τεύχος, μάς καλούσε σε συνεδρία. Στις έξι. Μάς ενημέρωνε για το περιεχόμενο, άκουγε την κριτική για το προηγούμενο τεύχος, δεχόταν εισηγήσεις. Άλλες φορές αποφάσισε με συνοπτικές διαδικασίες. Αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Έλεγε, έχουμε δημοκρατία και χαμογελούσε με το γνωστό χαμόγελο. Τρίτο σήμα κατατεθέν: το χιούμορ της. Άλλωστε αυτό είναι το κυρίαρχο στοιχείο στην ποίησή της, το χιούμορ, η ειρωνεία.

Η Ντίνα ήταν άτεγκτη στο ζήτημα της ελευθερίας του λόγου. Πριν μερικά χρόνια είχε φτάσει στο περιοδικό μια πολύ σκληρή, μάλλον ισοπεδωτική, κριτική για το έργο του μεγαλύτερου εν ζωή ποιητή της Κύπρου, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Πολλοί διαφωνήσαμε με τη δημοσίευση, θεωρήσαμε ότι είχε μια εμπάθεια το κείμενο. Στάθηκε αδύνατον να τη μεταπείσουμε. Στο πείσμα των σεισμών, στο πείσμα των λιμών, που λέει και ο Ελύτης στο Άξιον Εστί. Από αυτή την άποψη, το Άνευ υπήρξε το πιο φιλελεύθερο και μαχητικό περιοδικό.

Η Ντίνα δεν έφυγε από κοντά μας. Έτσι πιστεύουμε όσοι την γνωρίσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Με το γνωστό της πείσμα, εξακολουθεί να βρίσκεται ανάμεσά μας. Όπως βεβαιώνει και η ίδια στην τελευταία μεταθανάτια συλλογή της Άλλα τινά (2021), στο τελευταίο ποίημα με τον τίτλο «Δεν έφυγα»: Μου είπαν πως επανέρχομαι/Μα δεν έφυγα/για να επανέλθω./Ίσως κάποιοι να ξεγελάστηκαν/από την απρόσμενη ησυχία του δωματίου.

Αιμίλιος Σολωμού

Από το τεύχος – αφιέρωμα στην Ντίνα Κατσούρη του περιοδικού Άνευ (τεύχος 80, Φθινόπωρο 2021)

 [i] Ας μου συγχωρεθεί ο υπερβολικός προσωπικός τόνος του κειμένου. Αν κυριαρχεί το πρωτοπρόσωπο ρήμα, είναι για να διαφανεί η εμπιστοσύνη και η γενναιοδωρία της Ντίνας, και του Γιάννη Κατσούρη, προς τους νέους ανθρώπους.

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy