“Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου” του Χρίστου Χατζήπαπα

Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου

(απόσπασμα) 

 

Η κηδεία των σκύλων

[…] Το «πραξικόπημα» του εχινόκοκκου ξέσπασε με το ρόδισμα της αυγής, πριν οχτώ εννιά μέρες. Μέχρι το πρωί καθάρισε τριάντα έξι αντιφρονούντες σκύλους, άλλους είκοσι μέχρι τις δέκα — όσους είχαν παραβεί το διάταγμα του περί κατ’ οίκον περιορισμού και τον νόμο περί αλυσίδας.

— Καταρχήν, δεν ήταν πραξικόπημα, γιατί εκτελέστηκε εντελώς νόμιμα, με νόμο της Βουλής και απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, αντέτεινε ο Πέτρος.

Η ανάγκη για υπεράσπιση της εκστρατείας πήγαζε βέβαια κι απ’ το γεγονός ότι ο «συνταγματάρχης» Μανόλης, όπως πικρόχολα ονομάσανε τον επικεφαλής κτηνίατρο, ήτανε φίλος του Σωτήρη πρώτα και του Πέτρου στη συνέχεια. Όχι όμως μονάχα γι’ αυτό. Όλος ο κόσμος καταλαβαίνει πως κείνα τ’ αδέσποτα ζωντανά, μα και άλλα πιθανόν, που τ’ αγκαλιάζουν οι κυρίες, να κουβαλούν μέσα τους διακριτικά το θάνατο. Και στο κάτω κάτω νόμος είναι, βρε αδερφέ… Για να μη θυμηθούμε τα λόγια του Ρωμαίου συγκλητικού Μενάνιου Άπιου: Σπάνια οι Έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι». Πείθονται μόνο στα ρήματα τα δικά τους και ή αλλάζουν τους νόμους ή όταν δεν μπορούν τους αντιμάχονται σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον τους ή τη βία ή το δόλο. Α! τόσο τη χαίρεται ο Έλληνας την εύστροφη καταδολίευση τους, τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους σε ράκη. Κι αν τα θυμηθήκαμε αυτά είναι γιατί σε λίγο θα μας χρησιμεύσουν.

—Μάλλον «Αντιεχινοκοκκιακή Επανάσταση» θα ταίριαζε καλύτερα, κατέληξε ο Πέτρος.

—Χμ! συγκατάνευσε ο Σωτήρης.

Ένας απ’ τους αντιφρονούντες σκύλους, που ‘χε παραβιάσει το διάταγμα «περί κατ’ οίκον περιορισμού και τον περί αλυσίδας νόμον», ήταν κι ο Μαυρής του πατέρα της Κούλας. Συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στα θύματα, της πρώτης μέρας της «Αντιεχινοκοκκιακής Επανάστασης» μαζί με σκυλιά ράτσας ατίθασων και πλουταλαζόνων νοικοκυραίων, εν πολλοίς προκλητικών: Ενός αθυρόστομου δικηγόρου. Ενός Ελλαδίτη αξιωματικού. Ενός αρτίπλουτου αρχιτέκτονα περιωπής που χαλούσε κι έχτιζε την Κερύνεια σε τρεις μέρες σαν τον υιόν του Θεού. Ενός αεροκόπανου, συνταξιούχου Κυπροαμερικάνου, μετρίου οικονομικού αντικρίσματος μα φοβερού επιδειξία δολαρίων και φανατικού προπαγανδιστή των αδιάβλητων εκλογών στην Αμερική. Του κυρίου Ρωσσίδη, του εκατομμυριούχου της Νότιας Αφρικής, στο πρόσωπο βέβαια των δύο θυγατέρων του — εκείνος έλειπε συνεχώς στο εξωτερικό. Της κόρης του εστιάτορα Λυκάτου και φίλης των θυγατέρων Ρωσσίδη. Του Αρίσταρχου, του δις υποψήφιου βουλευτή του Εθνικού Κέντρου. Ενός ιδιοκτήτη δισκοθήκης οχτώ, της Κούλας εννιά κι ένα άσιαχτο βρομόσκυλο που κανένας δε γνοιάστηκε να το περιμαζέψει, μόλο που πυροβολήθηκε μπρος στο Δημαρχείο και που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, δέκα.

Οι οχτώ περιμαζεύτηκαν εν ριπή οφθαλμού από τους ιδιοκτήτες τους. Ο ένατος της Κούλας μετά δυσκολίας συγκαταλέγηκε μετά των αγίων. Πρώτον, γιατί τον προσκόμισε ο πατέρας που λόγω επαγγέλματος πήγε στην τελετή με βρόμικα ρούχα, που μύριζαν οξυγόνο και μίνιο, δεύτερον, γιατί το σκυλί δεν ήταν καμιάς ράτσας εξευγενισμένης. Η Κούλα στεναχωρήθηκε για την πράξη του πατέρα της, μα τελικά πείστηκε από τον Βοηθό Έπαρχο, ή τον σουναμιτισμό του, (της έτρεφε αδυναμία), να παραστεί κι η ίδια στην κηδεία. Δεν μπορεί ένας τρελός κτηνίατρος να αναστατώνει την τουριστική μας πόλη, ο «αιμοσταγής αυτός δολοφόνος» να σκοτώνει και να μην τον σταματά κανένας. Μετά από απότομη διακοπή, είναι κι αριστερός, ξέρεις.

Σαν έφτασε κι η Κούλα στην τελετή, ο Μαυρής πήρε τη θέση που του ανήκε, δίπλα στους τιμημένους νεκρούς: Ένα δυσεύρετο άσπρο τεριέ, δυο καθαρόαιμους πούντολ, έναν αιδεσιμότατο λύκο περήφανο, που έστειλε στον αγύριστο το γειτονόπουλο του δικηγόρου, χωρίς ποτέ να μαθευτεί το πόρισμα της νεκροψίας, ένα γιαπωνέζο σπάνιελ με ουρά παγονιού, φάτσα Ιάπωνα. Ακολουθούσε ο αειμακάριστος ντόπερμαν, σωστός άντρας, των θυγατέρων Ρωσσίδη. Ο μπουλντόκ συνοδευόμενος από την κυρία Μαίρη, τη γυναίκα του δισκοθηκάριου — ο ίδιος έλειπε στην Αγγλία όπου πήγε να εγγράψει την κόρη του στο Λάντον Κόλετζ οφ Αντμινιστρέισιον. Ένας μπασταρδεμένο λυκόσκυλο με απόχρωση μεταξύ αλεπούς και γάτας, της κόρης του μάγερα Λυκάτου, που κατετάγη μετά των αγίων μόνο χάρη στις θυγατέρες Ρωσσίδη. Ένας άσπρος δαλμάτιαν με καφετιές βούλες, ίδιο αραβικό άλογο, ενός αξιωματικού που ξεσήκωσε φασαρία στο αεροδρόμιο, γιατί του ζήτησαν να μπει σε καραντίνα,

—«Πώς γίνεται, είμαι Έλλην αξιωματικός», «Αυτό προνοεί ο νόμος, κύριε λοχαγέ», «Μπορεί να ‘χετε σκατονόμους, όχι όμως για τους Έλληνες αξιωματικούς»— που μπήκε όμως τελικά σε λοιμοκαθαρτήριο, γιατί μπορούσε κάλλιστα να μεταφέρει τον ιό της λύσσας στο νησί που από αμνημονεύτων χρόνων είναι απαλλαγμένο από την επάρατη ζωονόσο. Είχε κλείσει μόνο δέκα μέρες στην καραντίνα και απήχθηκε ο δαλμάτιαν με τις καφετιές κηλίδες. Εντοπίστηκε από τον «συνταγματάρχη» Μανόλη στην παραθαλάσσια «Βίλα Αριάδνα», ερωμένης του λοχαγού, που πήρε στο μεταξύ προαγωγή σε ταγματάρχη για την επιτυχή επιχείρηση της απαγωγής, πράγμα που τον εμπότισε φυσικά με μια άρρητη σπουδαιότητα.

Ο «συνταγματάρχης» Μανόλης, περιπολώντας την πρώτη μέρα της εκστρατείας, είδε τον περικαλλή δαλμάτιαν να περιφέρεται αδέσποτος και με τον αδωνισμό που τον χαρακτήριζε, απέναντι από το Δημαρχείο μπροστά στο τάγμα. Σφίχτηκε προκαταβολικά η καρδιά του, ενώ η λύπη τού απάλυνε κάθε διάθεση εκδίκησης. Πήγε πίσω και τηλεφώνησε, σαν άγνωστος, πως θα ‘ταν κρίμα ένας τέτοιος ‘Αδωνις να περιφέρεται έτσι αζύγιαστα, ανάμεσα σε νάρκες θανάτου… Στην αρχή τη φωνή του τη δέχτηκαν με κάποια συγκατάβαση, που σύντομα όμως νικήθηκε από έναν αβδηριτισμό χωρίς προηγούμενο. Έστειλε τότε το «εκτελεστικό απόσπασμα», που κι αυτό, όμως, σαν αντιλήφθηκε περί τίνος επρόκειτο, φοβήθηκε, στράφηκε πίσω σαν τον Ιορδάνη ποταμό. Ο κτηνίατρος έκαμε ακόμη μια προσπάθεια, επώνυμα τώρα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δεν του απέμεινε άλλη λύση παρά να συνοδέψει το συνεργείο του. Την ώρα της εκτέλεσης ο δαλμάτιαν έσκαβε σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ. Κρατούσε στο στόμα ένα στενόμακρο λευκό σακουλάκι με γαλακτώδες υγρό. Σαν αντιλήφθηκε το σκηνικό, μετακινήθηκε σκερτσόζικα κι έκανε μερικά περήφανα γαβ, για να πικάρει λες τους υπαλλήλους. Ο αγαπημός του όμως ήταν ήδη προδικασμένος και νικημένος από το νόμο. Η επόμενη πράξη του ήταν ένας γρυλισμός. Τα τίναξε με το μπαλονάκι στο στόμα. Αργότερα στην κηδεία, βέβαια, για λόγους ευπρέπειας, μα και γι’ άλλους οπωσδήποτε, ήταν χωρίς το μπαλόνι.

Τον λοχαγό, προηγμένο σε ταγματάρχη, τον είχε πιάσει αγγελικό, σώνει και καλά να δαγκώσει ανθρώπους. Έφτυνε λέξεις μ’ αφρούς, Παναγίτσες, κωλοτρυπίδες κι άλλα σε πλήρη ρήξη μεταξύ τους, ακόμη και για τα κόκκινα συνθήματα «ΖΗΤΩ Η ΡΩΣΙΑ» (η καημένη) και «ΚΑΤΩ Η ΕΝΩΣΗ» (πάλι καημένη) κι αυτά ακόμη τα συνθήματα έλεγε θα τα πληρώσουν οι Κύπριοι — διόρθωσε, οι κομουνιστές. Αμέ! Σαν αντίκρισε όμως τον κουβά με το νερό που φέρανε για το αγιασματάρι, έκανε πίσω, τον έπιασε υδροφοβία, είπανε, σύμπτωμα λύσσας, δεν ξαναεμφανίστηκε στην τελετή. Μαζί του αποχώρησε σ’ ένδειξη συμπαράστασης και ο υποψήφιος του Εθνικού Κέντρου, κουβαλώντας μαζί του το προφυλαχτικό που απόσπασε από τα δόντια του δαλμάτιαν.

Μετά απ’ αυτό οι επιγενόμενοι σκύλοι, αυτοί που θ’ ακολουθήσουν, ω, τι σκύλοι, και τα χασαπόσκυλα ακόμη, ζάρωσαν από φόβο στ’ απόσκια των γωνιών. Χρυσοπράσινες κρεατόμυγες, αυτές που οσμίζονται από χίλια μίλια την προδιάθεση της αποσύνθεσης (σαν συμμαχικές δυνάμεις) έκαναν ζουζουνιστές βουτιές στον αέρα κι ανακατώνονταν μέσα στο θλιμμένο πλήθος σαν πληρεξούσιοι του θανάτου. Η λιτανεία του σκυλίσιου κλαυθμού ήταν τώρα στο απόγειό της.

Τον επικήδειο είπε η Μαίρη της δισκοθήκης που, στην προσπάθειά της να κατασιγάσει τη συγκίνηση και το πάθος, μετέτρεψε την όλη τελετουργία σε θυμηδία, γιατί αναντίρρητα ξεφούρνισε πολλές ασυναρτησίες. Είπε, για παράδειγμα, πως ο μπουλντόκ της, που για μερικούς μπορεί να φαντάζει άσχημος και στραβομούτσουνος σαν χτυπημένος από γροθιά, γι’ αυτήν ήταν ο πιο καλός (ως εδώ καλά) κι ο πιο ζεστός φίλος, κι αναντικατάστατος. Τώρα μάλιστα που ο άντρας της λείπει στην Αγγλία, όπου πήγε να εγγράψει τη θυγατέρα του στο Λάντον Κόλετζ οφ Αντμινιστρέισιον, μόνη συντροφιά τρυφερή θα ήταν ο μπουλντόκ.

Στο μεταξύ, εκτός από τους σοβαρούς ιδιοκτήτες, σαν μαθεύτηκε το νέο της τελετής, κατέφτασε η σάρα και η μάρα του λιμανιού, η μαρίδα των γκαρσονιών άφησε τις δουλειές και τις παραγγελίες στη μέση, τους καφέδες ασερβίριστους να κοχλάζουν στην άμμο. Μια λεπτή ανασαιμιά καφέ και λιβανιού συνεπήρε την πόλη.

Ο μητροπολίτης, με πιασμένη τη χολή, κιτρινοπράσινα άρρωστος μετά την αποτυχία του να ρίξει τον Μακάριο (μαζί με τους άλλους δυο ιεράρχες), φυσικό ήταν να μην έρθει. Έστειλε όμως έναν καθαιρεμένο παπά, αυτόν που ‘γραφε μ’ εντολές του ταγματάρχη Τζόγια συνθήματα κι είχε κόκκινες πινελιές στο ράσο, να προσφέρει τη διακονία του. Φρίμαξε μια δυο κι άρχισε το «μετά των αγίων κατάταξε…», στην αρχή φανερά ενοχλημένος, μα με τη μελωδία ξεχάστηκε, πήρε φόρα. Εξέλαβε στα σοβαρά την αποστολή του, που τελικά θεώρησε σαν πράξη ηρωική και «αντιστασιακή», ενάντια στην «καταπίεση του μακαριακού κατεστημένου», είπε κι άλλα πολλά, όπως εκείνο το γνωστό στις κηδείες, που ανοίγει τα φυλλοκάρδια των ανθρώπων ότι, «μη λυπείσθε, ότι και οι λοιποί σωτηρίαν ουκ έχουσιν», είναι σαν να ‘λεγε στους υπόλοιπους σκύλους, τους περιγινόμενους, μην πτοείσθε κι έρχεται η σειρά σας… Στο τέλος, βέβαια, έμπηξαν τα κλάματα οι αδερφές Ρωσσίδη, ανέσυραν μεταξωτά ρινόμακτρα, η Μόρις Όξφορντ κι η Μαίρη της δισκοθήκης.

Οι άντρες κατηφείς σιωπούσαν. Ο παπάς συνεπαρμένος έβγαλε και λόγο, που απέβη όμως μοιραίος για τη σοβαρότητα της περίστασης. Η σάρα και η μάρα του λιμανιού χειροκρότησε κι ένας απ’ αυτούς, στο αφήλιο της αναισθησίας, θυμήθηκε τον καφέ κι έτρεξε ανοίγοντας δρόμο σπρώχνοντας το θλιμμένο πλήθος. Αυτό έδωσε αφορμή στην υπόλοιπη μαρίδα να χαχανίσει. Όταν μάλιστα ο παπάς έφτασε στα «συνθήματα των κομουνιστών και στην υπό εξύφανση συνωμοσία για την καθαίρεση των τριών πατριωτών μητροπολιτών», προχώρησε στον «συμπαθή δαλμάτιαν… άξιον τέκνον της μητρός πατρίδος, που εταλαιπωρήθη εν φυλακαίς και εδραπέτευσεν εις ελευθερίαν… διήλθε δια πυρός και ύδατος και εξήλθεν εις αναψυχήν…», κάποιος καμαριέρης έκλασε βροντωδώς, διαλύθηκε κακήν κακώς η όλη συγκέντρωση·

Ο Μαυρής διατήρησε ένα χαμόγελο σ’ όλη τη διάρκεια της τελετής. Ήταν ο πιο ωραίος νεκρός. Η Κούλα παρακάλεσε να θάψουν μαζί και τον ανέστιο σκύλο που φούσκωνε στο καλντερίμι. Ούτε ν’ ακούσουν. Τον περισυνέλεξε λίγο αργότερα το συνεργείο της εκστρατείας.

Την επομένη, αντιπολιτευόμενες εφημερίδες με ανταπόκριση από την Κερύνεια, κάλυψαν με εξονυχιστικές λεπτομέρειες την τελετή του ενταφιασμού. Μια, μάλιστα, είχε στην πρώτη σελίδα και τη φωτογραφία του «δολοφόνου συνταγματάρχη», με υπαινιγμούς για την ιδεολογία του, που φυσικό επόμενο έβαλε στο στόχαστρο της μανίας του σκύλους κυρίως της καλής κοινωνίας. Πού βρήκαν τη φωτογραφία, ούτε κι ο ίδιος μάντευε, πάντως είχε ένα συμπαθές χαμόγελο κι ένα μουστάκι «συνταγματαρχαίικο», αλλά συνταγματικό. Με νόμο της Βουλής και βούλα του υπουργικού συμβουλίου.

Χρίστος Χατζήπαπας

Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου, Εκδόσεις Καστανιώτης, 1989

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy