Του
Τάσου Περδίου
Με ένα δάκρυ συγκίνησης να διασχίζει βασανιστικά το μάγουλό μου, διάβαζα την εβδομάδα που πέρασε την ανταλλαγή αβροτήτων μεταξύ του Νίκου Αναστασιάδη και του Αβέρωφ Νεοφύτου. Κυριευμένοι και οι δύο από το αίσθημα ευθύνης απέναντι στον τόπο, αποφάσισαν να δώσουν τόπο στην οργή και να βρεθούν για να τα βρουν. Ο τόπος δεν σηκώνει τέτοια απώλεια και μετά τη συνάντηση, φρόντισαν να μας καθησυχάσουν ότι όλα όσα κάνουν έχουν ένα και μοναδικό κίνητρο. Το καλό μας. «Με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη έχουμε ένα κοινό σπίτι. Τον Δημοκρατικό Συναγερμό και ενωμένοι συνεχίζουμε αυτό που ξεκινήσαμε, μια μάχη που έχει να κάνει με το μέλλον του τόπου μας. Ενωμένοι όλοι μαζί, Δημοκρατικός Συναγερμός και κυβέρνηση, θα δώσουν και αυτή τη μάχη και πιστεύουμε πως ακόμα μια φορά θα κρατήσουμε την Κύπρο στη σωστή πορεία της σταθερότητας, της ασφάλειας και της ανάπτυξης», διακήρυξε μετά τη συνάντηση ο Αβέρωφ Νεοφύτου.
Ο δε Αναστασιάδης είπε: «Θέλω να διαβεβαιώσω όσους επίχαιραν ένα μικρό χρονικό διάστημα, πως τάχα υπάρχει ρήξη μεταξύ Προέδρου της Δημοκρατίας και του συναγωνιστή του προέδρου του ΔΗΣΥ και υποψηφίου για τη Δημοκρατία, ότι πρέπει να αισθάνονται ιδιαίτερη λύπη απόψε ή σήμερα». Τόνισε επίσης την ανάγκη για ενότητα στο ΔΗΣΥ, «για να μπει και πάλι προστάτης αυτής της πατρίδας και για να το καταφέρουμε απαιτείται ένας ηγέτης που να έχει τα κότσια να παίρνει αποφάσεις, να τολμά, να μπορεί να μην υπολογίζει το κόστος, αλλά να υπολογίζει το όφελος και αυτός που το απέδειξε κατά τη δεκαετή διάρκεια της διακυβέρνησής μου δεν είναι άλλος από τον Αβέρωφ Νεοφύτου».
Επειδή γράφοντας έχω στεγνώσει από τα δάκρυα συγκίνησης, δεν έχω τη δύναμη να σχολιάσω. Θα αφήσω τον Γιάννη Μηλιώκα, που όταν έγραφε το «Για το καλό μου» θαρρείς ότι είχε και τους δύο και τα… κατορθώματά τους απέναντί του. Είναι συγκλονιστικό πόσο ταιριάζουν αυτοί οι στίχοι με όσα βιώνουμε σήμερα:
«Είδα έναν κόσμο να γκρεμίζεται μπροστά μου, είδα να γίνεται γιαπί η γειτονιά μου, για το καλό μου. Είδα τα δέντρα που σκαρφάλωνα κομμένα, σε φορτηγό τα όνειρά μου φορτωμένα, για το καλό μου. Είδα τον δάσκαλο να με χτυπάει με ζήλο, είδα τα χέρια μου πρησμένα από το ξύλο, είδα τα νεύρα μου σιγά-σιγά να σπάνε, με καλοσύνη και στοργή να με χτυπάνε. Για το καλό μου, για το καλό μου, ώσπου δεν άντεξε στο τέλος το μυαλό μου, πήρε ανάποδες στροφές για το καλό μου, κι είμαι στο θάλαμο εννιά για το καλό μου, στην ηρεμία για να βρω τον εαυτό μου. Είδα να κόβουν την μπουκιά για την μπουκιά μου, ρούχα να φτιάχνουν απ’ τα ρούχα τα παλιά μου, για το καλό μου. Είδα τη μάνα μου να κλαίει απελπισμένα, είδα τον γέρο μου να φεύγει για τα ξένα, για το καλό μου. Είδα τους φίλους μου να σκίζονται για μένα, είδα να θέλουν να ξεκόψω από σένα, είδα χαράματα να με τραβάν στο τμήμα, για να γλιτώσω το κελί, να πω το ποίημα. Για το καλό μου…
