«Το Κυπριακό στα πεζοδρόμια του ’50»

Σταδιακή σκλήρυνση των διωκτικών Αρχών με καθοριστική τομή το πολύνεκρο συλλαλητήριο της 9ης Μαΐου 1956 και τη συνακόλουθη διακήρυξη του Καραμανλή

 

Της Μαρίας Γιαννακάκη

Οι διαδηλώσεις για το Κυπριακό ξεκίνησαν στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1951, δύο χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και τριάμισι πριν από την έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ.

Πρωτεργάτες τους υπήρξαν δύο φορείς εγνωσμένης εθνικοφροσύνης, η «Πανσπουδαστική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος» (ΠΕΚΑ) και η «Πανελλήνιος Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου» (ΠΕΕΚ).

Η πρώτη ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1950, με πρόεδρο τον τότε φοιτητή της Φιλοσοφικής Τάσο Λιγνάδη, μέλος του εθνικόφρονος ΕΣΑΣ επί Κατοχής και συνεργάτη του παρακρατικού μηχανισμού της ΕΡΕ μετά το 1958.

Η δεύτερη ιδρύθηκε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και πρόσφερε την κοινωνική κάλυψη που προσέδιδε ευρύτερη εμβέλεια στο εγχείρημα.

Πρόεδρος ήταν ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Αθηνών (Σπυρίδων, Δωρόθεος και κατόπιν Θεόκλητος), στη δε εκτελεστική επιτροπή της εκπροσωπούνταν φορείς όπως το ΕΒΕΑ, το ΤΕΕ, ο ΣΕΒ, η Ένωση Εφοπλιστών, το Πανεπιστήμιο, ο ΔΣΑ, η (εθνικόφρων) ΓΣΕΕ, ο Ιατρικός Σύλλογος κ.ο.κ.

Αν η επίσημη ηγεσία του κινήματος συγκροτούνταν από τους νικητές του πρόσφατου εμφυλίου, η αιχμή του δόρατος στο πεζοδρόμιο επανδρώθηκε από την κοινωνική βάση και τον εύθραυστο οργανωτικό ιστό των ηττημένων.

Για την Αριστερά της εποχής, που μόλις έβγαινε από μια συντριπτική στρατιωτική ήττα και βρισκόταν καθημερινά αντιμέτωπη με τα κατασταλτικά μέτρα του κράτους έκτακτης ανάγκης, η ανακίνηση του Κυπριακού πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία εξόδου από την ασφυκτική πολιτική απομόνωση και επανόδου στο δημόσιο χώρο -και μάλιστα όχι ως θύμα, αλλά ως κατήγορος.

Το γεγονός ότι ως εχθροί του έθνους αναδεικνύονταν ξαφνικά οι μέχρι πρότινος σωτήρες των εθνικοφρόνων (η Αγγλία του Τσόρτσιλ και -στην πορεία- οι ΗΠΑ), δεν της παρείχε μόνο τη δυνατότητα να εκδηλώσει ανενόχλητη τα αντιβρετανικά κι αντιαμερικανικά αισθήματά της· της πρόσφερε επιπλέον μια αδιαμφισβήτητη πατριωτική νομιμοποίηση, καθώς η ΕΣΣΔ και οι σύμμαχοί της συνιστούσαν τους μόνους συμπαραστάτες της εθνικής υπόθεσης στον ΟΗΕ.

Όλα αυτά σε μια εποχή που κάθε θετική αναφορά στην ΕΑΜική αντίσταση ήταν αυστηρά απαγορευμένη, οι δε συνεργάτες των ναζί επάνδρωναν ηγετικά κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού, των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας.

Δυόμισι χρόνια αργότερα, τα δεδομένα είχαν ήδη αλλάξει σε τέτοιο βαθμό ώστε η «Αυγή» να καλεί πρωτοσέλιδα σε παλλαϊκή συμμετοχή στο επόμενο μεγάλο συλλαλητήριο της ΠΕΕΚ (20/8/1954), η δε μαζική βάση της ΕΔΑ να μετέχει οργανωμένα με τα μπλοκ είτε των φοιτητικών συλλόγων (στο πάνω μέρος της πλατείας Συντάγματος) είτε των εργατικών κέντρων (μεταξύ Φιλελλήνων και Κολοκοτρώνη).

Αντιμέτωπη μ’ αυτή τη χειραφέτηση, αλλά και με τη δυσκολία επικοινωνιακής διαχείρισης ενός κινήματος που αμφισβητούσε τα πατριωτικά ανακλαστικά των κυβερνώντων, η κρατική προπαγάνδα κατέφυγε από νωρίς στην αντικομμουνιστική προβοκατορολογία. Αρχικά με δημοσιεύματα ή επίσημες δηλώσεις που απέδιδαν τις συγκρούσεις διαδηλωτών-Αστυνομίας σε διείσδυση κομμουνιστών. Το αποκορύφωμα αποτέλεσε η επίσημη απόδοση των θυμάτων της 9ης Μαΐου 1956 σε πυρά (όχι αστυνομικών αλλά) κάποιων ένοπλων -υποτίθεται- διαδηλωτών, που «δεν είναι απίθανον να ήσαν πράκτορες ξένης Δυνάμεως ή και κομμουνισταί, οι οποίοι είχον συμφέρον να αιματοκυλήσουν την διαδήλωσιν»!

Σ’ ένα διαφορετικό (και πρακτικά πολύ σημαντικότερο) επίπεδο, ο διαχωρισμός των εκάστοτε συλληφθέντων γινόταν επίσημα, σε όλη τη δεκαετία του ’50, βάσει του φακέλου τους στην Ασφάλεια: όσοι βαρύνονταν με «κομμουνιστικά φρονήματα» (ή, ακόμη χειρότερα, με «προτέραν κομμουνιστικήν δράσιν») στέλνονταν πάραυτα στον εισαγγελέα, ανεξάρτητα από τα συμβάντα που οδήγησαν στη σύλληψή τους.

Η σύνθεση αυτή επιβεβαιώνεται από τις ηλικίες κι επαγγελματικές ιδιότητες των εκάστοτε τραυματιών ή συλληφθέντων, τα στοιχεία των οποίων δημοσιεύονταν τότε τακτικά στις εφημερίδες.

Διαπιστώνεται μάλιστα μια αυξανόμενη συμμετοχή της μαθητικής και (κυρίως) της εργατικής νεολαίας, που στη μεγάλη έκρηξη των οδομαχιών του 1955-56 αποσπά σαφώς την πρωτοκαθεδρία από τη φοιτητική.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα εκφράσει στη Βουλή (5/4/1956) το φόβο πως η νεολαία κινδύνευε πλέον να εθιστεί «να ρίπτη λίθους ες τας κεφαλάς των επίσης ευχομένων την ένωσιν ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας» (Ιωάννης Στεφανίδης, «Εν ονόματι του έθνους», Αθήνα 2010, σ. 181).

Σε μια εποχή που ακόμη και η απλή διατύπωση κοινωνικά ριζοσπαστικών απόψεων μπορούσε να σε στείλει στα κάτεργα με το Ν. 509 και τα ξερονήσια γέμιζαν από «επικίνδυνους» πολίτες με απλές διοικητικές αποφάσεις των Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας, η καταστολή αυτής της έκρηξης παρέμεινε εντυπωσιακά ήπια: μεγάλο ποσοστό των συλληφθέντων δεν οδηγείται καν στον εισαγγελέα, τα δε δικαστήρια συχνά αθωώνουν όσους διώκονται ως «πρωταίτιοι».

Φως φανάρι πως η Δικαιοσύνη, μολονότι τυφλή, διέθετε αυξημένη ευαισθησία απέναντι στα εθνικά χρώματα που νομιμοποιούσαν αυτήν ειδικά την εκδοχή συλλογικής «ανταρσίας».

Το ρεπερτόριο των συγκρούσεων παρέμεινε λίγο-πολύ σταθερό σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας.

Οι διαδηλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με την Αστυνομία, είτε όταν επιχειρούν να φτάσουν στην αγγλική πρεσβεία, που παραμένει απροσπέλαστη, είτε όταν απλώς επιχειρούν να διαδηλώσουν σπάζοντας κάποια γενική απαγόρευση.

Για τη διάλυση του πλήθους, οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν κλομπ, καδρόνια και πυροσβεστικές αντλίες, ενίοτε δε καταφεύγουν σε πετροπόλεμο με τους διαδηλωτές.

Οι διαδηλωτές, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούν τα κοντάρια των πλακάτ, νεράντζια, πέτρες και κάθε λογής οικοδομικά υλικά που βρίσκουν στα γιαπιά της πρώιμης -ακόμη- «ανοικοδόμησης» του κέντρου.

Παρά την εκτεταμένη χρήση τους προ δεκαετίας, στα Δεκεμβριανά του 1944, οι μολότοφ απουσιάζουν εδώ παντελώς.

Με την πρεσβεία εκτός βολής, ως υποκατάστατα για το ξέσπασμα της οργής των διαδηλωτών χρησιμοποιήθηκαν το Μετοχικό Ταμείο Στρατού (έδρα των ξένων στρατιωτικών αποστολών), η Βιβλιοθήκη της USIS στη Σταδίου, τα γραφεία της British Airways κι άλλων αγγλικών εταιρειών, τα ξενοδοχεία «Ακροπόλ Παλλάς» (έδρα Αγγλοσαξόνων στρατιωτικών) και «Μεγάλη Βρετανία», ακόμη και καταστήματα με αγγλικά ονόματα ή και αγγλόγλωσσες -απλώς- ταμπέλες.

Στο αποκορύφωμα του 1956 το ζαχαροπλαστείο «Πικαντίλλυ» θα μετονομαστεί έτσι προσωρινά σε «Κύπρος-Μπαρ» και το «Βικτώρια» σε «Λευκωσία», η δε «Μεγάλη Βρετανία» θα καλύψει καλού-κακού τις πινακίδες της με μπόλικες γαλανόλευκες.

Λιγότερο βραχύβια αποδείχθηκε η αποκατάσταση του παλιού ονόματος της οδού Σταδίου, που μετά τα Δεκεμβριανά είχε μετονομαστεί σε «Οδό Τσώρτσιλ»· το πρώτο ξήλωμα των σχετικών πινακίδων από διαδηλωτές καταγράφεται στις 20/1/1952, ενώ η τελευταία καταστράφηκε στις 20/8/1954.

Ορατή είναι πάντως μια σταδιακή σκλήρυνση των διωκτικών Αρχών, με καθοριστική τομή το πολύνεκρο συλλαλητήριο της 9ης Μαΐου 1956 και τη συνακόλουθη διακήρυξη του Καραμανλή ότι στο εξής θα πατάσσει αμείλικτα «πάσαν αναρχικήν εκδήλωσιν».

Έκτοτε οι δημόσιες συγκεντρώσεις για το Κυπριακό απαγορεύτηκαν πλήρως, κάθε δε σχετική απόπειρα καταστελλόταν στη γέννησή της από την Αστυνομία.

«Συλλαλητήριο έχει να γίνει από το 1956», θυμίζει χαρακτηριστικά η «Πανσπουδαστική» της 26/11/1958, ενόψει της τελευταίας άκαρπης απόπειρας για παρόμοια διοργάνωση.

Προδημοσίευση από το βιβλίο της Μαρίας Γιαννακάκη, με τίτλο «Το Κυπριακό στο Πεζοδρόμιο»

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy