Το Μητροπολιτικό Πάρκο στη Λεµεσό είναι πλέον επιτακτική ανάγκη

Σηµαντικά στοιχεία που αφορούν στην ανάπτυξη και τις ανάγκες της µείζονος Λεµεσού προκύπτουν µέσα από τη μελέτη που έγινε για τον Προκαταρκτικό Χωροταξικό Σχεδιασµό του έργου

Στην παρουσίαση της μελέτης που έγινε πρόσφατα στον ∆ήµο Λεµεσού από τον ∆ασολόγο – ∆ιαχειριστή Περιβάλλοντος ∆ρα Νικόλα Ηλιάδη και την οµάδα συνεργατών του, κατατέθηκαν σηµαντικά στοιχεία που θα µπορούν να χρησιµοποιηθούν σαν επιστηµονικά εργαλεία στον προγραµµατισµό, την επιλογή του χώρου και την υλοποίηση του έργου.

Η μελέτη περιλαµβάνει τα διοικητικά όρια και των έξι δήµων της μείζονος Λεµεσού και εκτείνεται από το παραθαλάσσιο µέτωπο µέχρι και τα 494 µέτρα στο βόρειο τµήµα της, καλύπτοντας συνολική έκταση 12.463 εκταρίων (125 km2). Ως εκ τούτου, λειτουργεί συµπληρωµατικά στον πολεοδοµικό σχεδιασµό και τη βιώσιµη ανάπτυξη της μείζονος Λεµεσού, που είναι το ζητούµενο του Τοπικού Σχεδίου Λεµεσού, αλλά και στις πολιτικές και στρατηγικές αποφάσεις που αφορούν την «Ολοκληρωµένη Λεµεσιανή Ανάπτυξη». Σε καµία περίπτωση, όµως, όπως επισηµαίνουν οι µελετητές, η χωροθέτηση ή ακόµα και η λειτουργία ενός Μητροπολιτικού Πάρκου στην περιοχή της μείζονος Λεµεσού αποτελεί από µόνη της τη λύση της εφαρµογής ενός ολοκληρωµένου σχεδιασµού βιώσιµης ανάπτυξης και αστικής βιωσιµότητας.

Παίρνοντας ως δεδοµένο ότι η «Ολοκληρωµένη Λεµεσιανή Ανάπτυξη» έχει ως όραµα να καταστεί η περιοχή της μείζονος Λεµεσού µέχρι το 2027 έξυπνη, πράσινη, συνεκτική, µια πόλη φιλική στους πολίτες, ελκυστική στις επιχειρήσεις, που θα υποστηρίζει την κοινωνική συνοχή, την καινοτοµία, την επιχειρηµατικότητα και θα επιβεβαιώνει τον µητροπολιτικό της ρόλο, οι ,ελετητές επικαλούνται και τα χωρικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Αστικού Άτλαντα, µε βάση τα οποία διαπιστώνεται ότι:

– Έκταση 4674,662 εκταρίων (33,44%) της μείζονος Λεµεσού αντιστοιχεί σε χρήσεις οικονοµικής εµπορικής γης

– Έκταση 814,64 εκταρίων (6,22%) της περιοχής µελέτης αντιστοιχεί στο οδικό δίκτυο και τη συναφή έκταση χερσαίας ζώνης

– Έκταση 6730,644 εκταρίων (51,36%) ταξινοµείται ως φυσικές ή γεωργικές εκτάσεις

Επιπλέον, αναγνωρίζονται 71 πολεοδοµικές ζώνες, οι οποίες ταξινοµούνται σε τρεις κύριες χρήσεις:

– 46,71% για οικιστικές ζώνες

– 15,34% για αγροτικές ζώνες

– 14,60% είναι ζώνες προστασίας

– 4,12% για ζώνες εµπορικών και άλλων δραστηριοτήτων εκτός πυκνοκατοικηµένης περιοχής

Οι υπόλοιπες πολεοδοµικές ζώνες καταλαµβάνουν εκτάσεις µικρότερες του 5%.

Κατευθυντήριες γραµµές χωροθέτησης του πάρκου

Οι µελετητές τονίζουν την ανάγκη δηµιουργίας ενός ενιαίου χώρου υψηλής οικολογικής ποιότητας µε καταλυτική συνεισφορά του πάρκου ως προς την περιβαλλοντική αναβάθµιση της μείζονος Λεµεσού.

Υποδεικνύουν ότι πρέπει να γίνει αναζήτηση θέσης µε υψηλό βαθµό συνεκτικότητας ή δυνατότητας επιλογής συνεκτικών σηµείων καθορισµένης έκτασης, τα οποία να συµβάλλουν στη δηµιουργία ευνοϊκών συνθηκών σχηµατισµού νησίδων βιοποικιλότητας, οι οποίες θα συνδεθούν µεταξύ τους µε «οικολογικούς/φυσικούς διαδρόµους» κατά τρόπο που να δηµιουργούν συνθήκες µετάβασης του επισκέπτη από τη µια στην άλλη, ενώ δυνητικά να αποτελέσουν καταφύγια εποικισµού και αναπαραγωγής ειδών της άγριας ζωής (φυτών και πανίδας).

Πρέπει επίσης να περιλαµβάνει ικανοποιητική έκταση δενδροφυτεύσεων, τοπιοτέχνησης χώρων αναψυχής κ.ά., κατά τρόπο που να επιδρά καταλυτικά ως προς τη λειτουργική οικολογική του αξία, να λειτουργεί συµπληρωµατικά ως προς το σχεδιασµό της βιωσιµότητας της μείζονος Λεµεσού και να είναι εφικτή η εφαρµογή και υλοποίησή του.

Η χωροθέτηση του πάρκου θα πρέπει να καλύπτει περιµετρικά τον αστικό ιστό της μείζονος Λεµεσού «αγκαλιάζοντας» το παραλιακό µέτωπο, ώστε η τοξοειδής µορφή ανάπτυξής του, πέραν του ότι θα εκτείνεται σε όλο το εύρος των διοικητικών ορίων και των έξι δήµων, θα ενισχύσει ταυτόχρονα και την έννοια του µητροπολιτικού χώρου και της δυνητικής καθολικής χρήσης από το σύνολο των πολιτών της μείζονος Λεµεσού.

Σηµείο αναφοράς µε πολλαπλά οφέλη

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασµός και η τοπιοτέχνηση του Μητροπολιτικού Πάρκου θα πρέπει να αποσκοπούν σε ένα πάρκο που θα λειτουργεί ως πνεύµονας πρασίνου για τον αστικό ιστό, αλλά και ως ανοικτός χώρος αναφοράς που θα αποσκοπεί και στην κάλυψη αναγκών δραστηριοτήτων αναψυχής σε υπαίθριους χώρους. Οι δυνατότητες αναψυχής που θα προσφέρει θα πρέπει να είναι πολυθεµατικού χαρακτήρα, παρέχοντας υποδοµές για σειρά υπηρεσιών αναψυχής, καλύπτοντας τις ανάγκες και δραστηριότητες των κατοίκων των πόλεων του σήµερα αλλά και του µέλλοντος (π.χ. ποδηλατικές διαδροµές, θεµατικά πάρκα, εφαρµογές εξάσκησης δεξιοτήτων, υποδοµές τεχνολογίας κ.τ.λ.).

Το πάρκο, σύµφωνα µε τα όσα καταγράφονται στη μελέτη, θα µπορούσε να ενσωµατώσει και να αναδείξει το ρόλο του ως:

– Ανοικτός εξωτερικός µόνιµος µουσειακός χώρος ή ανοικτός χώρος εκπαίδευσης, µέσα από το σχεδιασµό και την εγκατάσταση θεµατικών σηµείων ενηµέρωσης ή και την ανάπτυξη ανοικτών εκθεσιακών χώρων

– Μουσειακός χώρος, µε τη δηµιουργία θέσεων στις οποίες θα φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις ή θα υπάρχουν µόνιµες εκθέσεις ή µουσεία (π.χ. έκθεση γλυπτών)

– Ανοικτοί χώροι πολιτιστικών και κοινωνικών εκδηλώσεων, µε τη δηµιουργία υπαίθριου θεάτρου

– Μετεγκατάσταση του Ζωολογικού Κήπου

Η δηµιουργία και λειτουργία ενός Μητροπολιτικού Πάρκου στην περιοχή της μείζονος Λεµεσού, όπως υποδεικνύουν οι µελετητές, θα προσφέρει πολλαπλά οφέλη, αφού θα συµβάλει καταλυτικά στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, θα επιφέρει στον µέγιστο δυνατό βαθµό την ισορροπία µεταξύ του φυσικού και του δοµηµένου περιβάλλοντος, θα δηµιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ενίσχυση των δυνατοτήτων αναψυχής και δραστηριοτήτων στη φύση, σε µεγάλη χωρική κλίµακα, και θα προσφέρει όλα εκείνα τα οφέλη τα οποία αφορούν τις αξίες της αστικής οικολογίας µέσα από το πρίσµα της βιώσιµης ανάπτυξης

Κατηγορηµατικά αναφέρεται στη μελέτη ότι το Μητροπολιτικό Πάρκο θα επιφέρει τη µέγιστη ωφέλεια µέσα από το πέρασµα των χρόνων, αφού διασφαλιστεί από το σύνολο των πολιτικών και τοπικών Αρχών η ακεραιότητα του χώρου..

Πολλαπλά τα οφέλη

Την επιτακτική πλέον ανάγκη για δηµιουργία ενός Μητροπολιτικού Πάρκου προς όφελος της µείζονος Λεµεσού καταδεικνύει πρόσφατη Μελέτη Προκαταρκτικού Χωροταξικού Σχεδιασµού. Ως βασικά δεδοµένα, τα οποία καθιστούν αναγκαία τη δηµιουργία του Πάρκου, επισηµαίνονται, µεταξύ άλλων, τα µεγάλα επίπεδα αστικοποίησης της Λεµεσού τα τελευταία τριάντα χρόνια και οι πιέσεις και απειλές που δέχεται η πόλη και η περιφέρεια λόγω της κλιµατικής αλλαγής.

Αναλύοντας την ανάγκη της δηµιουργίας του πάρκου, οι µελετητές επισήµαναν µεταξύ άλλων ότι αυτό ενθαρρύνει τον ενεργό τρόπο ζωής , βελτιώνει και µειώνει το κόστος υγείας, ενισχύει τις τοπικές οικονοµίες και δηµιουργεί ευκαιρίες απασχόλησης. Καθιστά, παράλληλα, την πόλη πιο ανθεκτικό οικολογικό σύστηµα, αφού συµβάλλει καταλυτικά στη διαχείριση των οµβρίων υδάτων και το µετριασµό των πληµµυρών, ενώ τα δέντρα και η βλάστηση αποµακρύνουν ρυπογόνες ουσίες. Επιπλέον, το πάρκο συµβάλλει στην ψύξη της πόλης µειώνοντας τη θερµότητά της.

Επιπτώσεις από τη ραγδαία αστικοποίηση της µείζονος Λεµεσού

Στη Μελέτη Προκαταρκτικού Χωροταξικού Σχεδιασµού για το Μητροπολιτικό Πάρκο γίνεται εκτενής αναφορά στο φαινόµενο της αστικοποίησης της μείζονος Λεµεσού κατά την περίοδο 1990-2020. Από την ανάλυση και ταξινόµηση των δορυφορικών εικόνων, όπως σηµειώνει ο ∆ρ Ηλιάδης και οι συνεργάτες του, διαφαίνεται ότι κατά τη διάρκεια αυτών των τριάντα ετών οι δοµηµένες εκτάσεις αυξήθηκαν συνολικά κατά 2587 εκτάρια. Το 2020 ο αστικός ιστός της περιοχής µελέτης καταλαµβάνει έκταση 6902 εκτάρια (52,66% του συνόλου). Ειδικότερα, προκύπτει ότι την περίοδο 2001-2020 υπάρχει αύξηση των δοµηµένων περιοχών στα βορειοανατολικά και ανατολικά τµήµατα των δήµων μείζονος Λεµεσού, ενώ την περίοδο 1990 – 2001 και 2001 – 2010 παρατηρείται αστικοποίηση στο βορειοδυτικό και δυτικό τµήµα της περιοχής µελέτης, µε τις επεµβάσεις να χωροθετούνται κυρίως γύρω από τις νέες βιοµηχανικές περιοχές. Το χωρικό πρότυπο κατανοµής και εξέλιξης του δοµηµένου αστικού ιστού της μείζονος Λεµεσού δεν ακολουθεί κάποιο συγκεκριµένο πρότυπο. Αντίθετα, οι τάσεις αστικοποίησης κατά τις διάφορες χρονικές περιόδους (δεκαετίες) συνηγορούν ότι υπήρξε διαφορετικός ρυθµός πύκνωσης τόσο εντός του υφιστάµενου πολεοδοµικού ιστού όσο και των ανοικτών περιαστικών περιοχών. Στην περίπτωση του ∆ήµου Λεµεσού η πύκνωση του κυρίως αστικού ιστού αφορά κυρίως το παραλιακό ανατολικό τµήµα της πόλης και το δυτικό τµήµα, βόρεια του λιµανιού. Με αυτά τα δεδοµένα, όπως επισηµαίνεται, η περιοχή µελέτης θα υποστεί ή ήδη βρίσκεται κάτω από περιβαλλοντικές πιέσεις και απειλές του 21ου αιώνα, όπως η επίδραση της κλιµατικής αλλαγής και η αύξηση της µέσης τιµής µέγιστης και ελάχιστης θερµοκρασίας.

Χρήστος Χαραλάµπους

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy