Το ΝΑΤΟ ενισχύει την ανατολική του πτέρυγα ενώ η Αν. Ευρώπη ποντάρει στην πτώση του Πούτιν

Την προηγούμενη εβδομάδα οι δυτικοί αναλυτές εστίασαν στην οπτική γωνία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης σχετικά με τον συνεχιζόμενο πόλεμος στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τους δυτικούς αναλυτές, στο σημείο που έχουν φτάσει σήμερα οι εξελίξεις, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν αποδέχονται άλλο αποτέλεσμα του πολέμου, παρά την τελική ήττα της κυβέρνησης του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Η παραπάνω ανάλυση ήρθε στο φως της δημοσιότητας την ώρα που ο ευρωπαϊκός Τύπος κατέγραψε τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ για την ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας της συμμαχίας.

Στην Ασία και στην Ωκεανία την προηγούμενη εβδομάδα ο Τύπος της Αυστραλίας εστίασε στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κίνα ως προς την αναχαίτιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Ο δε, κινεζικός Τύπος, για μια ακόμη εβδομάδα, άσκησε αυστηρή κριτική στις ΗΠΑ.

«Παρ’ όλες τις δυσκολίες στις διμερείς σχέσεις είναι εξαιρετικά σημαντικό για ΗΠΑ και Ρωσία να συνεχίσουν να διατηρούν το διάλογο», υπήρξε το νέο μήνυμα του ρωσικού Τύπου την προηγούμενη εβδομάδα.

Σύμφωνα δε, με τον ουκρανικό Τύπο, ο πόλεμος στην Ουκρανία ενδέχεται να τερματιστεί εντός των επόμενων μηνών με την νίκη της Ουκρανίας. Και αυτό διότι, η Ρωσία μετρά αξιοσημείωτες απώλειες στα πεδία των μαχών.

Η αμερικανική εφημερίδα «The Wall Street Journal» στις 28 Νοεμβρίου φιλοξένησε την παρέμβαση του πρώην στενού συνεργάτη του αμερικανικού Λευκού Οίκου, Τζον Μπόλτον, η οποία φέρει τον τίτλο «Η Ταϊβάν και οι ΗΠΑ χρειάζονται πολιτική, όχι κομματισμό». «Η Αμερική πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζει την άμυνα της Ταϊβάν ως άσκηση για την ανάπτυξη ενός μακροσκελούς καταλόγου οπλικών συστημάτων που πρέπει να παρέχει. Η στρατηγική είναι κάτι περισσότερο από τη δημιουργία καταλόγων, όσο υπολογίσιμος και αν είναι ο κατάλογος, ειδικά δεδομένης της πρόσφατης αποτυχίας μας να δώσουμε προτεραιότητα σε δημοσιονομικά και επιχειρησιακά θέματα», γράφει ο κ. Μπόλτον, ο οποίος προσθέτει τα εξής: «Στην περίπτωση της Ουκρανίας, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τρομακτικές υλικοτεχνικές προκλήσεις στην παράδοση όπλων στο Κίεβο, ενώ παράλληλα επανεκκινούν ή επιταχύνουν τις γραμμές παραγωγής για να καλύψουν τις ανάγκες της ίδιας και των συμμάχων που απειλούνται με εξαφάνιση, όπως η Ταϊβάν». Τέλος, ο συγγραφέας προσθέτει και τα εξής: «Ας αποφύγουμε τη γκρίνια των απομονωτιστών. Η Ταϊπέι είναι το επίκεντρο αυτού που για την Ουάσιγκτον θα μπορούσε να είναι μια άλλη στιγμή «παρών στη δημιουργία» – όπως περιέγραψε ο υπουργός Εξωτερικών του Χάρι Τρούμαν, Ντιν Άτσεσον, την αρχή του μεταπολεμικού κόσμου. Οι ΗΠΑ και όλοι οι σύμμαχοί τους πρέπει να είναι έτοιμοι να αποδώσουν».

«Τρία σενάρια για την ειρήνη στην Ουκρανία» είναι η ανάλυση του Ντεμέτριο Μαγκνόλι που δημοσιεύτηκε στις 28 Νοεμβρίου στην βραζιλιάνικη εφημερίδα «O Globo». Στην ανάλυση ξεχωρίζουν τα εξής: «Ο όρος για την ειρήνη των Πουτινιστών είναι η διακοπή της δυτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία. Η Μόσχα ποντάρει στον ευρωπαϊκό διχασμό, ιδίως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ιταλικό δεξιό συνασπισμό. Ο “στρατηγός του χειμώνα” – η έκρηξη της τιμής του φυσικού αερίου – θα έκανε τη δουλειά, προκαλώντας κοινωνική αναταραχή και διχάζοντας τα ευρωπαϊκά έθνη. Το σενάριο ειρήνης του Πούτιν θα προσέφερε στο καθεστώς την ευκαιρία να διακηρύξει μια μερική νίκη σε μια ανήσυχη ρωσική κοινωνία, στην οποία η υποστήριξη για τον πόλεμο εξασθενεί. Ο όρος “ειρήνη” εδώ είναι παραπλανητικός. Η παρατεταμένη εκεχειρία θα ευνοούσε την ανάκτηση των ρωσικών στρατιωτικών δυνατοτήτων και την προετοιμασία μιας νέας επίθεσης. (Την ίδια στιγμή) το ουκρανικό ειρηνευτικό σενάριο θα ισοδυναμούσε με πλήρη νίκη, ακόμη και αν η Ρωσία διατηρούσε την Κριμαία. Θα πραγματοποιηθεί μόνο με μια ρωσική στρατιωτική κατάρρευση και θα συνδεθεί αναγκαστικά με την πτώση του Πούτιν και την τελική κατάρρευση της “Μεγάλης Ρωσίας”. Από την ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις θα γεννιόταν μια νέα πολιτική τάξη, τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ευρώπη. Κατά κάποιον τρόπο, θα προκαλούσε μια επιστροφή στον κύκλο του 1989-1991, που σημαδεύτηκε από τις δημοκρατικές επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ». Ο συγγραφέας στη συνέχεια της ανάλυσης καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Τα δύο προηγούμενα σενάρια είναι απίθανα. Μια μερική ρωσική νίκη θα προέκυπτε από μια “μαχαιριά στην πλάτη” των δυτικών συμμάχων της. Από την άλλη πλευρά, μια ολοκληρωτική νίκη της Ουκρανίας θα εξαρτιόταν από την προμήθεια από τη Δύση πιο προηγμένων πολεμικών συστημάτων, κάτι που η κυβέρνηση Μπάιντεν απορρίπτει υπό το φόβο της ρωσικής πυρηνικής κλιμάκωσης. Η πιο πιθανή ειρήνη στον συνεχιζόμενο πόλεμο βρίσκεται κάπου μεταξύ μιας μερικής ρωσικής νίκης και μιας ολικής ουκρανικής νίκης. Ένα ρεαλιστικό σενάριο θα εμπεριείχε την επιστροφή στο status quo ante, δηλαδή την υποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων στις θέσεις που κατείχαν στις 23 Φεβρουαρίου, με τη δημιουργία ενός σχήματος διαπραγματεύσεων για το τελικό καθεστώς της Κριμαίας και των αυτονομιστικών θυλάκων στο Ντονμπάς».

Για το ίδιο ζήτημα, για την πιθανή έκβαση του πολέμου, οι Άννα Γκρομάντα και Κριστόφ Ζενιούκ σε άρθρο που ήταν δημοσιευμένο στην βρετανική εφημερίδα «The Guardian» στις 1 Δεκεμβρίου, έγραψαν τα εξής: «Για την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής το θέμα είναι απλό. Θέλουν η νίκη της Ουκρανίας να είναι ξεκάθαρη. Τα πλεονεκτήματα θα ήταν τόσο υλικά όσο και ψυχολογικά. Η νίκη της Ουκρανίας θα καταπραΰνει μια αγωνία αιώνων. Για την Πολωνία, η Ρωσία προοιωνίζεται κατάκτηση, διχοτόμηση, γενοκτονία, αποικιοκρατία και κομμουνισμό. Η εμμονή είναι αμοιβαία. Στο δοκίμιό του το 2021 υποστηρίζοντας ότι η Ουκρανία και η Ρωσία ήταν ιστορικά ένας λαός, ο Πούτιν συμπεριέλαβε περισσότερες από 30 αναφορές στην Πολωνία – μερικές υπαινίσσονται ότι η ουκρανική εθνική ταυτότητα σχεδιάστηκε από τις ελίτ της Πολωνίας. Τα τελευταία 600 χρόνια, η Ρωσία και η Πολωνία έχουν διεξαγάγει περισσότερους από δώδεκα πολέμους. Υπάρχει λίγη αγάπη χαμένη ανάμεσά τους. Η επιτυχία της Ουκρανίας θα συνεπαγόταν επίσης μια ιστορική ευκαιρία για την περιοχή να εξέλθει από το καθεστώς της περιφέρειας και να γίνει αντίβαρο στα μεγάλα δυτικά κράτη μέλη της ΕΕ. Η νίκη στην Ουκρανία πιθανότατα θα διαχυθεί στην αλλαγή καθεστώτος στη Λευκορωσία – το δεύτερο κομμάτι που λείπει από το ιστορικό σχέδιο του Intermarium, ή ένα απόθεμα συμμαχικών χωρών που εκτείνονται από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα για να αντισταθμίσουν την ισχύ της Ρωσίας». Οι συγγραφείς προσθέτουν επίσης και τα εξής: «Για την Πολωνία, ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν ένα διπλό τζάκποτ. Για πρώτη φορά τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα, θα ξεπερνούσαμε το πρόβλημα της «γειτονιάς» – μια άνεση που οι περισσότεροι Δυτικοευρωπαίοι θεωρούσαν δεδομένη από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μια ενωμένη περιοχή σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, με την ανθρώπινη και οικονομική ικανότητα περισσότερων από 100 εκατομμυρίων πολιτών, θα μπορούσε να αντισταθμίσει την κυριαρχία της παλαιάς Ρηνανίας στην ΕΕ».

«”Ταπεινωθήκαμε”: Η προσπάθεια της Σουηδίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ συναντά συνεχή αντίσταση από την Τουρκία» ήταν ο τίτλος του δημοσιεύματος της αγγλόφωνης υπηρεσίας του γαλλικού δικτύου «France 24» που δημοσιεύτηκε στις 28 Νοεμβρίου και ανάφερε τα εξής: «Η 18η Μαΐου 2022 ήταν μια μεγάλη μέρα για τη Σουηδία. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και περισσότερα από 200 χρόνια μη στρατιωτικής ευθυγράμμισης, η σκανδιναβική χώρα τελικά έσπασε την παράδοση και υπέβαλε αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ μαζί με τη Φινλανδία. Αλλά αυτό που υποτίθεται ότι ήταν μια εύκολη ένταξη αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά ένα ομαλό πανί. Η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, έχει πρόβλημα με τη Σουηδία και η υπομονή της εξαντλείται – τόσο με το χιούμορ της χώρας όσο και με τις αρχές της ελευθερίας της έκφρασης. Το μελάνι είχε μόλις στεγνώσει στην κοινή επιστολή αίτησης της Φινλανδίας και της Σουηδίας πριν η Τουρκία αρχίσει να καθορίζει τα επίδοξα μέλη του ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι αποτελούσαν απειλή για την εθνική της ασφάλεια και έπρεπε να λάβουν πιο συγκεκριμένα μέτρα εάν ήθελαν ποτέ την ευλογία της να ενταχθούν στη στρατιωτική συμμαχία». Το γαλλικό δημοσίευμα αναφέρει και τα εξής: «Οι αυξανόμενοι κατάλογοι απαιτήσεων της Άγκυρας έχουν πιάσει τη Σουηδία μεταξύ βράχου και δύσβατου τόπου, καθώς η αίτησή της για το ΝΑΤΟ σχεδόν στέκεται και πέφτει με την έγκριση της Τουρκίας – οποιαδήποτε διεύρυνση της συμμαχίας πρέπει να επικυρωθεί και από τα 30 μέλη της. Η προεξέχουσα απειλή που θέτει η Ρωσία έχει αφήσει το μικροσκοπικό έθνος των 10 εκατομμυρίων να αγωνίζεται να ανταποκριθεί στα σκληρά αιτήματα της Τουρκίας – στο βαθμό που το επιτρέπουν οι δημοκρατικές αξίες και οι νόμοι της».

Για τις εξελίξεις στο εσωτερικό της βορειοατλαντικής συμμαχίας καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, η αγγλική υπηρεσία του γερμανικού δικτύου «DW» στις 28 Νοεμβρίου δημοσίευσε την ανάλυση με τίτλο «Η συμμαχία του ΝΑΤΟ εργάζεται για την ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας της». Στην ανάλυση ξεχωρίζουν τα εξής: «Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρουμανία είναι το μέρος όπου συναντώνται οι υπουργοί Εξωτερικών των 30 χωρών του ΝΑΤΟ την Τρίτη και την Τετάρτη. Βρίσκονται εκεί μετά από πρόσκληση του Ρουμάνου υπουργού Εξωτερικών Bogdan Aurescu για να δείξουν την υποστήριξή τους προς τα κράτη στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ και στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Η περιοχή έχει γίνει το νέο επίκεντρο της δραστηριότητας του ΝΑΤΟ από τότε που η Ρωσία εξαπέλυσε την επίθεσή της στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου. Την άνοιξη, η συμμαχία αποφάσισε να δημιουργήσει τέσσερις νέες ομάδες μάχης στη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία για να καταπολεμήσει την απειλή από τη Ρωσία. Μάχιμες μονάδες υπάρχουν ήδη στα τρία κράτη της Βαλτικής και την Πολωνία από το 2017 ως απάντηση στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Οι τέσσερις νέες ομάδες, με τάγματα μεταξύ 900 και 1.300 ατόμων, βρίσκονται στο στάδιο της συγκρότησης. Αρκετές χώρες του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, τις προμηθεύουν με μόνιμα στρατεύματα, ενώ άλλες εναλλάσσονται και εναλλάσσονται».

Στο δημοσίευμα του γερμανικού μέσου προβάλλονται και τα εξής: «Η αλληλεγγύη του ΝΑΤΟ κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του δοκιμάστηκε στις 15 Νοεμβρίου, όταν δύο άνθρωποι σκοτώθηκαν από πύραυλο στην Πολωνία, όχι μακριά από τα ουκρανικά σύνορα. Ακολούθησαν δύσκολες ώρες για το ΝΑΤΟ, μέχρι που έγινε σαφές ότι ο πύραυλος πιθανότατα δεν είχε εκτοξευθεί από τη Ρωσία αλλά από τον ουκρανικό στρατό. Αποδείχθηκε ατύχημα – αλλά έθεσε το ερώτημα τι θα συνέβαινε εάν η Ρωσία, στην πραγματικότητα, επιτεθεί στο έδαφος του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ θα πρέπει να δράσει αποφασιστικά και να τιμήσει την υπόσχεσή του για αμοιβαία άμυνα για όλα τα κράτη μέλη».

Η «ήττα» του Τζινπίγκ, τα «κέρδη» των ΗΠΑ

«Πώς η Κίνα έχασε τον πόλεμο COVID-19» ήταν ο τίτλος του άρθρου του Πολ Κρούγκμαν που δημοσίευσε  στις 29 Νοεμβρίου η αυστραλέζικη εφημερίδα «Sydney Morning Herald». Ο αρθρογράφος εστιάζοντας στην μάχη της Κίνας με την πανδημία του Covid-19 τονίζει τα εξής: «Η Κίνα παραπαίει ακόμη και όταν άλλα έθνη επιστρέφουν λίγο πολύ στην κανονική ζωή. Εξακολουθεί να ακολουθεί την πολιτική μηδενικού COVID, επιβάλλοντας δρακόντειους περιορισμούς στις καθημερινές δραστηριότητες κάθε φορά που εμφανίζονται νέα κρούσματα. Αυτό δημιουργεί τεράστιες προσωπικές δυσκολίες και στενεύει την οικονομία. οι πόλεις που βρίσκονται σε lockdown αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 60% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Κίνας. Το μάθημα δεν είναι ότι δεν πρέπει να εφαρμόζουμε μέτρα δημόσιας υγείας απέναντι σε μια πανδημία. Μερικές φορές τέτοια μέτρα είναι απαραίτητα. Αλλά οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι σε θέση να αλλάξουν πολιτική ενόψει των μεταβαλλόμενων συνθηκών και των νέων στοιχείων. Και αυτό που βλέπουμε στην Κίνα είναι το πρόβλημα με αυταρχικές κυβερνήσεις που δεν μπορούν να παραδεχτούν λάθη και δεν δέχονται αποδείξεις που δεν τους αρέσουν». Τέλος, ο αρθρογράφος καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «(Οι τελευταίες εξελίξεις) αφήνουν το καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ εγκλωβισμένο σε μια παγίδα δικής του κατασκευής. Η πολιτική μηδενικού COVID είναι προφανώς μη βιώσιμη, αλλά ο τερματισμός της θα σήμαινε σιωπηρή παραδοχή λάθους, το οποίο οι αυταρχικοί δεν βρίσκουν ποτέ εύκολο. Επιπλέον, η χαλάρωση των κανόνων θα σήμαινε τεράστια αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων. Εν ολίγοις, αυτό που μπορούμε να μάθουμε από την Κίνα είναι ευρύτερο από την αποτυχία συγκεκριμένων πολιτικών· είναι ότι πρέπει να προσέχουμε τους επίδοξους απολυταρχικούς που επιμένουν, ανεξάρτητα από τα στοιχεία, ότι έχουν πάντα δίκιο».

Στην αγγλική κινέζικη εφημερίδα «China Daily» στις 28 Νοεμβρίου δημοσιεύτηκε το κύριο άρθρο με τίτλο «Οι ΗΠΑ εξαπατούν τον υπόλοιπο κόσμο», το οποίο αναφέρει τα εξής: «Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες ακόμα σύμμαχός μας; Αυτό είναι ένα ερώτημα που θέτουν όχι μόνο αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και πολλοί άνθρωποι στην Ευρώπη. Είναι ένα ερώτημα που προκλήθηκε από το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον εξασφαλίζει μεγάλη περιουσία από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές χώρες. Οι χώρες της ΕΕ που προσπαθούν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Ρωσία για ενέργεια στράφηκαν στις ΗΠΑ για φυσικό αέριο, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν είναι σχεδόν τετραπλάσιο από αυτό των ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, το ενεργειακό κόστος για τις βιομηχανίες στις χώρες της ΕΕ έχει αυξηθεί δραματικά και το ποσοστό πληθωρισμού έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Αυτό που κάνει τους αξιωματούχους της ΕΕ και τους Ευρωπαίους ακόμη πιο θυμωμένους είναι το γεγονός ότι αντί να υποχωρήσει από τις εγωιστικές πράξεις της, η Ουάσιγκτον ενίσχυσε την πολιτική του ζητιάνου-γείτονά της υιοθετώντας τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού του προέδρου Τζο Μπάιντεν, ένα τεράστιο πακέτο φορολογίας, κλίματος και υγειονομικής περίθαλψης. Στο πλαίσιο αυτού του νόμου, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα βιομηχανικών επιδοτήσεων ύψους 369 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη στήριξη των πράσινων βιομηχανιών της, γεγονός που έχει εγείρει φόβους για έναν διατλαντικό εμπορικό πόλεμο». Το κινέζικο άρθρο ολοκληρώνεται με το εξής συμπέρασμα: «Πρέπει να υπενθυμίσουμε στους πολιτικούς της ΕΕ και στους αξιωματούχους των χωρών της ΕΕ ότι η Ουάσιγκτον δεν κάνει απλώς τα στραβά μάτια στις συνέπειες των πράξεων της στην οικονομία της ΕΕ και στη ζωή των Ευρωπαίων πολιτών· αγνοεί τις επιπτώσεις τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκμεταλλευόμενη το καθεστώς της ως η ισχυρότερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, εκβιάζει ολόκληρο τον κόσμο για δικό της όφελος. Οι οικονομικές κυρώσεις, η δικαιοδοσία με μακρύ χέρι και οι πολιτικές επαίτη-γείτονα δεν είναι τίποτα περισσότερο από shakedown».

Ο ρωσικός και ουκρανικός Τύπος

Στις 30 Νοεμβρίου η ρωσική εφημερίδα «Izvestia» δημοσίευσε την ανάλυση του Konstantin Sukhoverkhov που φέρει τον τίτλο «Παρουσία του ΝΑΤΟ» και στην οποία ξεχώρισαν τα εξής: «Η ένταξη των σκανδιναβικών χωρών στη συμμαχία θα έκανε τη Βαλτική Θάλασσα διαιρεμένη σε μια ελεγχόμενη από το ΝΑΤΟ και μια ελεγχόμενη από τη Ρωσία – χωρίς τρίτους παράγοντες. Αν και δεν είναι ακόμη σαφές πότε ακριβώς θα συμβεί αυτό, λόγω των συνεχιζόμενων διαφωνιών της Τουρκίας με το Ελσίνκι και τη Στοκχόλμη. Ωστόσο, υπάρχει ένα άλλο σημείο που αξίζει. Η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να διατηρήσει στρατιωτικές επαφές με τη Μόσχα προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι διαφόρων περιστατικών. Δηλαδή, ανεξάρτητα από το πώς αντανακλάται η πολιτική των ΗΠΑ στη δημόσια σκηνή, στην πραγματικότητα είναι πολύ ρεαλιστές. Επιπλέον, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχασαν ποτέ την επαφή τους, ιδίως σε θέματα ασφάλειας, ακόμη και στις πιο τεταμένες στιγμές των διμερών τους σχέσεων. Η Συρία είναι ένα καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η Μόσχα και η Ουάσιγκτον αλληλοεπιδρούν». Ο αρθρογράφος προσθέτει και τα εξής: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Μόσχα και η Ουάσιγκτον διαβουλεύονται για θέματα στρατηγικής σταθερότητας. Αν και οι τελευταίες συνομιλίες που επρόκειτο να διεξαχθούν στο Κάιρο (σύνοδος της διμερούς συμβουλευτικής επιτροπής για τη συνθήκη START ΗΠΑ-Ρωσίας) αναβλήθηκαν με πρωτοβουλία της Ρωσίας. Παρ’ όλες τις δυσκολίες στις διμερείς σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ – ιδιαίτερα σε σχέση με την πολιτική των “ανοικτών θυρών” του ΝΑΤΟ και την κατάσταση στην Ουκρανία – είναι εξαιρετικά σημαντικό τα μέρη να συνεχίσουν να διατηρούν το διάλογο. Προκειμένου να αποφευχθούν περιστατικά που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την ήδη τεταμένη κατάσταση στη διεθνή σκηνή».

«Με μεγάλη πιθανότητα ο πόλεμος θα τελειώσει το επόμενο έτος» ήταν ο τίτλος του άρθρου του Viktor Andrusiv που δημοσιεύτηκε στις 29 Νοεμβρίου στην ουκρανική εφημερίδα «Gazeta». Στο άρθρο του ο κ. Andrusiv αναφέρει τα εξής: «Για 9 μήνες του πολέμου, οι κατακτητές έχασαν σχεδόν τα μισά από τα σύγχρονα άρματα μάχης τους, τα οποία εκσυγχρονίστηκαν και κατασκευάστηκαν τα τελευταία 10 χρόνια. Οι δεξαμενές, οι οποίες βρίσκονται σε αποθήκευση κατά μέσο όρο 40 έως 50 χρόνια, απαιτούν πολύ μεγάλο κόστος για να τεθούν σε κατάσταση μάχης. Ο Πούτιν έθεσε ως στόχο τη μεταφορά 800 αρμάτων μάχης από τις αποθήκες στο στρατό μέσα σε ένα χρόνο, αλλά οι Ρώσοι εμπειρογνώμονες εκτιμούν ότι ο αριθμός αυτός δύσκολα μπορεί να ξεπεράσει τα 200. Δηλαδή, του χρόνου οι κατακτητές θα διεξάγουν πόλεμο με λιγότερα τανκς και μάλιστα παλαιότερα. Δυστυχώς, οι απώλειες στο πυροβολικό δεν είναι τόσο σημαντικές, συν το ότι ο κατακτητής έχει πολλά αποθέματα. Αλλά το πρόβλημα του πυροβολικού δεν είναι ο αριθμός των μονάδων, αλλά τα βλήματα. Για 9 μήνες πολέμου, οι κατακτητές έχασαν ένα μεγάλο αριθμό οχήματα μάχης πεζικού, ο οποίος θα πρέπει να αναπληρωθεί από ξεπερασμένα μοντέλα και σε πολύ μικρότερες ποσότητες. Συνοψίζοντας, ο στρατός που εισέβαλε στην Ουκρανία χτιζόταν επί 10 χρόνια. Ο στρατός αυτός έχει χάσει από 30 έως 40% του εξοπλισμού του. Έτσι, οι κάτοχοι χρειάζονται 3 έως 5 χρόνια για να αντισταθμίσουν τις απώλειες μόνο για το τρέχον έτος. Και αυτό χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς κυρώσεων. Με βάση αυτό, το επόμενο έτος δεν βλέπω καμία προοπτική για τους κατακτητές να επιτεθούν και να καταλάβουν νέα εδάφη. Ως εκ τούτου, το πιο λογικό σενάριο είναι ότι ο κατακτητής θα προσπαθήσει να κρατήσει τα κατεχόμενα εδάφη και να επιβάλει διαπραγματεύσεις. Με μεγάλη πιθανότητα, ο πόλεμος θα τελειώσει του χρόνου με τη νίκη μας».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy