Συναντήσεις

 To πρόβλημα της κοινωνίας είναι η εικόνα της, το θεαθήναι

 

Ο Αντώνης Γεωργίου με τους Έλενα Σωκράτους σκηνοθέτη και Οδυσσέα Ι. Κωνσταντίνου συνεργάτη σκηνοθέτη του έργου HIV του Θανάση Τριαρίδη που συνεχίζει τις παραστάσεις του με τη Βασιλική Κυπραίου επί σκηνής    

Λευκωσία, Θέατρο Wherehaus 612,

14 και 15 Οκτωβρίου 20: 30

Λεμεσός, Πολυχώρος Συνεργείο

18, 19 και 20 Οκτωβρίου, 20: 30

Δεν είναι το πρώτο έργο του Θανάση Tριαρίδη που σκηνοθετείτε. Τι σας κινητοποιεί στη γραφή του;

Έλενα Σωκράτους: Γενικά, λόγω του ότι ζω στο Βερολίνο, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό να ανεβάζω έργα σύγχρονων Ελλήνων δραματουργών, αφού υπάρχουν αξιόλογοι συγγραφείς, τους οποίους δυστυχώς οι κρατικοί μηχανισμοί δεν κάνουν κάποια προσπάθεια να αναδείξουν. Ο Θανάσης γράφει, θεωρώ, ένα δικό του, καινούργιο είδος θεάτρου. Είναι ένα επιθετικό θέατρο απέναντι στον θεατή, που όμως δεν μπορεί να ενταχθεί σε προηγούμενα είδη αντίστοιχα επιθετικού θεάτρου. Η γραφή του έχει μια καθηλωτική αμεσότητα και μια βαθιά αλήθεια που είναι για μένα πολύ σημαντικά εργαλεία στα χέρια του σκηνοθέτη που αναλαμβάνει να ανεβάσει ένα κείμενό του.

Πώς νιώσατε όταν διαβάσατε το συγκεκριμένο θεατρικό πρώτη φορά;

Έλενα Σωκράτους: Θύμωσα και πείσμωσα. Πριν διαβάσω το συγκεκριμένο θεατρικό θεωρούσα τον εαυτό μου ευαισθητοποιημένο άνθρωπο. Όταν όμως ολοκλήρωσα την ανάγνωσή του, βρέθηκα γεμάτη με ενοχές. Ενοχές για την άγνοιά μου, ενοχές για την τύχη που είχα να γεννηθώ λευκή στον Δυτικό κόσμο, ενοχές για το ότι στεναχωριέμαι για βλακείες που δεν έχουν κανένα νόημα και καμία αξία μπροστά στα βιώματα της Επίφανι και της κάθε Επίφανι.

Ποια είναι η Επίφανι Γκούντμαν;

Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου: Η Επίφανι Γκούντμαν είναι ένα φανταστικό πρόσωπο που συγκεντρώνει στην αφήγησή του πραγματικά γεγονότα. Είναι πολλά πρόσωπα σε ένα, πολλές ιστορίες από την τριβή του Θανάση με ακτιβιστικές δράσεις και άτομα από αυτές τις κοινωνικές ομάδες των αποκλεισμένων και των καταπιεσμένων, ενσωματωμένες στην επίπλαστη ιστορία της Επίφανι. Η Επίφανι είναι εξίσου τα στοιχεία και οι αριθμοί που καταδεικνύουν το status quo της υποσαχάριας Αφρικής όσο αφορά τη σεξουαλική σκλαβιά (trafficking), τον υπερπληθυσμό, το AIDS και το HIV.

Ο στιγματισμός ξεκινά και τελειώνει και πάλι όταν κάποιος επιλέξει να ζήσει «έξω από τη ντουλάπα» ως οροθετικός, γκέι, κουήρ, λεσβία, σεξεργάτρια/της, κ.ο.κ. To πρόβλημα της κοινωνίας είναι η εικόνα της, το θεαθήναι. Η κοινωνία δεν θέλει να της μολύνει κανείς την εικόνα της, αλλά δεν την αφορά και τόσο η ουσία της.

Ο στιγματισμός και ο αποκλεισμός παραμένουν από τα μεγαλύτερα προβλήματα για τους περισσότερους οροθετικούς. Τι πρέπει να γίνει για να σταματήσει αυτό;

Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου: Ο στιγματισμός και ο αποκλεισμός είναι το τελευταίο και ισχυρότερο βίωμα μιας οροθετικής εργάτριας του σεξ ή ενός θύματος trafficking. Δεν μπορούμε να εξισώσουμε την οροθετικότητα στο σύνολο των ατόμων που ζούνε με αυτήν. Παρολαυτά ο στιγματισμός των ανθρώπων στον σύγχρονο δυτικό κόσμο έχει τις βάσεις του κυρίως στην οικονομική κατάσταση των ανθρώπων. Δηλαδή στη φτώχια. Την εμφανή φτώχια. Ένας οροθετικός μπορεί να ζήσει για πάντα ως τέτοιος, κρατώντας το σε απόλυτη μυστικότητα εαν το επιθυμεί, υγιής και με μια φυσιολογική ζωή. Στην Ευρώπη τα αντιρετροϊκά φάρμακα παρέχονται δωρεάν από το κράτος, όπως επίσης και οι εξετάσεις των ατόμων που ζουν με HIV. Ο στιγματισμός ξεκινά και τελειώνει και πάλι όταν κάποιος επιλέξει να ζήσει «έξω από τη ντουλάπα» ως οροθετικός, γκέι, κουήρ, λεσβία, σεξεργάτρια/της, κ.ο.κ. To πρόβλημα της κοινωνίας είναι η εικόνα της, το θεαθήναι. Η κοινωνία δεν θέλει να της μολύνει κανείς την εικόνα της, αλλά δεν την αφορά και τόσο η ουσία της. Κι αν με ρωτάτε τι πρέπει να γίνει η απάντηση για μένα είναι μία: επένδυση στην παιδεία.

Πώς προσεγγίζετε το έργο;

Έλενα Σωκράτους: Σχεδόν μετά από κάθε παράσταση, επιδιώκουμε μια συζήτηση με το κοινό, αλλά και με φορείς που ασχολούνται με τις θεματικές του κειμένου, το HIV, το trafficking, τη βία κατά των γυναικών και γενικότερα κατά των αδύναμων ομάδων. Όλα αυτά γίνονται, όπως και η παράσταση, στο πλαίσιο της ανάγκης μας για προβληματισμό, ο οποίος ίσως οδηγήσει σε δράση. Όσον αφορά στην προσέγγιση του έργου, το πρώτο που κάναμε είναι να προσαρμόσουμε το κείμενο στη δική μας συνθήκη.

Στόχος ήταν η Βασιλική να μιλάει στο κοινό, όπως μιλάει στους φίλους της, όταν συναντιούνται για καφέ. Προσαρμόσαμε επίσης στα δικά μας δεδομένα τη σχέση ηθοποιού-σκηνοθέτη και αλλάζαμε το κείμενο μετά από κάθε πρόβα. Στην αρχή δουλεύαμε διαδικτυακά, στη συνέχεια συναντηθήκαμε και οι τρεις και συνεχίσαμε να δουλεύουμε ως ομάδα. Είναι πολύ δύσκολη η θεματική του κειμένου και μεγάλο μέρος της δουλειάς ήταν να βρούμε τον τρόπο να μην γίνουμε μελοδραματικοί και να μην νιώσει το κοινό ότι του κουνάμε το δάκτυλο, βγάζοντας την ουρά μας απ’ έξω.

Πώς ήταν η συνεργασία με τη Βασιλική Κυπραίου;

Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου: Η Βασιλική δεν είναι μια τυχαία ηθοποιός και δεν είναι τυχαία ηθοποιός. Κουβαλά ένα ψυχικό κόσμο που στα χέρια ενός σκηνοθέτη είναι χρυσός. Φυσικά σε συνδυασμό με την βαθιά εγρήγορσή της ως άτομο, κοινωνικά και ιδιωτικά, αλλά και την πολύ προσωπική αυτοσαρκαστική (μερικές φορές εως και αυτοκαταστροφική) διάθεσή της καταφέρνει να εκτίθεται μπροστά σε συνεργάτες και κοινό, όπως ένας ασθενής μπροστά στον χειρούργο την ώρα που του ανοίγει ο τελευταίος την καρδιά. Η λεπτότητα με την οποία χειρίζεται τις διαθέσεις και τις προθέσεις της δεν αφήνουν περιθώρια άγχους ως προς το αποτέλεσμα της αφήγησης και του συνόλου της σκηνικής της παρουσίας. Εκτός των άλλων υπήρξε και εξαιρετικά συνεπής και ακριβής απέναντι στο υλικό που της παρουσιάστηκε, τόσο που η δραματουργία-επεξεργασία του έργου ολοκληρώθηκε λίγο πριν την πρεμιέρα του. Σίγουρα μια συνεργασία σταθμός στη δια βίου εκπαίδευσή μου ως σκηνοθέτης.

Όπως ένας εμπνευσμένος πολιτικός που οραματίζεται να αλλάξει τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο, ένας ακτιβιστής που πιστεύει πως με τις δράσεις του θα ενημερώσει, ένας αλληλέγγυος που με τη βοήθεια και τη στήριξή του θα απαλύνει για όσο μπορεί το πρόβλημα, έτσι και εμείς (χωρίς να εννοούμε πως το ένα αναιρεί το άλλο) μέσω του θεάτρου επιζητούμε τη ζύμωση που μπορεί να προκαλέσει μια αφήγηση.

Νομίζω σας ενδιαφέρει το πολιτικό (με την ευρύτερη έννοια) θέατρο. Έτσι είναι; Ποια η σημασία του στην εποχή μας; Μπορεί πραγματικά να «κάνει» κάτι, να αλλάξει κάτι ή οι «πραγματικές μαχές» πρέπει να γίνονται εκτός της αίθουσας του θεάτρου, στους δρόμους, στη δουλειά, στην καθημερινότητά μας;

Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου: Το θέατρο, κατά την άποψή μου, αποτελεί σήμερα, στην ολότητά του, μια πολιτική πράξη. Το θέατρο, όχι το θέαμα.  Γι’ αυτό και είναι περιττό να λέμε πως το θέατρο που κάνουμε είναι πολιτικό. Ναι, μας ενδιαφέρει τα ζητήματα με τα οποία καταπιανόμαστε να έχουν μια επίδραση στον κάθε θεατή που έρχεται να παρακολουθήσει τις παραστάσεις μας. Ναι, δεν υπάρχει η ανάγκη μέσα μας να χαϊδέψουμε τα αυτιά και τα μάτια των θεατών αλλά να τα ενοχλήσουμε με τη σαπίλα που αποφεύγουν να συναντήσουν στην καθημερινότητά τους. Ναι, είναι ο στόχος μας να θυμώσει ο θεατής, να ταρακουνηθεί, να φρικάρει, να φύγει και να μην πάει για ποτό και σουβλάκι μετά την παράσταση, να πάει σπίτι του και να αμφισβητήσει τις πράξεις του και τις όποιες ενοχές του. Ναι, μας ενδιαφέρει βαθιά να κάνουμε ένα θέατρο που απαιτεί από τον θεατή να αναλάβει την ευθύνη που έχει ως τέτοιος. Η θέαση, λέει ο Σαρτρ, δεν είναι παθητική δράση, είναι ενεργητική. Απαιτεί ερμηνεία. Ο θεατής είναι εξίσου ποιητής και δημιουργός. Να κάτσει να αναλογιστεί την εξουσία που ασκεί στον δρόμο, στη δουλειά του, στις αλληλεπιδράσεις του καθημερινά. Το θέατρο μπορεί, και οφείλει εαν ζητάς τη γνώμη μου, να είναι πολιτικό. Αλλιώς ανήκει στην κατηγορία του θεάματος – στην ίδια κατηγορία με το ίνσταγκραμ. Από την άλλη εμείς δεν αισθανόμαστε για κανένα λόγο ότι κάνουμε ακτιβισμό μέσω του θεάτρου. Οι ευθύνες που μας βαραίνουν είναι διπλάσιες και γι’ αυτό ίσως καθόμαστε και σκάβουμε να βρούμε τις ρίζες των κειμένων ώστε να είναι άμεσα, καθαρά ως προς τις προθέσεις τους (και τις δικές

Στο σκηνοθετικό σας σημείωμα αναφέρετε μια φράση από το κείμενο: «Πλέον όλοι έχουμε κινητά. Ό,τι και να μας πούνε, το ψάχνουμε στο Google. Δεν δικαιούμαστε να λέμε “αδιανόητη δυστυχία”. Οφείλουμε να τη διανοηθούμε.» Ποια είναι, πιστεύετε, η ευθύνη του καθενός μας ως πολίτη;

Έλενα Σωκράτους: Όσο ο πλούτος της γης διαμοιράζεται τόσο άνισα και εμείς είμαστε μέρος των ευνοημένων, η ευθύνη μας μας πλακώνει. Όσο υπάρχουν στον κόσμο 37 εκατομμύρια θύματα trafficking, το σύγχρονο ολοκαύτωμα είναι εδώ και μας κοιτάει στα μάτια. Και ναι, δεν έχουμε καμία δικαιολογία, από τη στιγμή που η άγνοια έχει εξαλειφθεί, κυρίως λόγω της εύκολης πρόσβασης στο διαδίκτυο. Όλοι γνωρίζουμε και όλοι είμαστε συνένοχοι.

Υπάρχει ρόλος και σκοπός της τέχνης σήμερα με τον ρατσισμό, την ξενοφοβία αλλά και τη λιτότητα στην Ευρώπη και τους πρόσφυγες να πνίγονται στα παράλιά της;

Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου: Η τέχνη χρωστά τη ζωή της στο «πρόβλημα». Στον θάνατο, στην απουσία, στην απόσταση, στον πόλεμο, στην προσφυγιά, στην ανισότητα, στους έρωτες, στη ρήξη. Το θέατρο υπάρχει είτε για να μιλήσει για αυτά είτε για να τα αφανίσει για όσο διαρκεί μια παράσταση. Υποθέτω πως το θέατρο το 2019 είναι αναγκασμένο να βρει καινούργιους τρόπους να μιλήσει, να απευθυνθεί. Όπως στο σύνολό της και η σύγχρονη τέχνη. Χρειάζεται να βρούμε τον τρόπο να μιλήσουμε για τις ρίζες των κακών, για το κομμάτι του παγόβουνου που δεν είναι ορατό. Για όλα αυτά που η κοινωνία δεν περιλαμβάνει στις φιλανθρωπίες της. Στην περίπτωση της προσφυγιάς και του πολέμου, τι να πω, φαντάζομαι ας μιλήσουμε για την ανάγκη του ανθρώπου για εξουσία, για χρήματα, για δύναμη, για ανωτερότητα. Για την αποτυχία των οικονομικών συστημάτων. Να μου πείτε και τι θα αλλάξει άμα μιλήσεις στο κοινό για αυτά; Όπως ένας εμπνευσμένος πολιτικός που οραματίζεται να αλλάξει τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο, ένας ακτιβιστής που πιστεύει πως με τις δράσεις του θα ενημερώσει, ένας αλληλέγγυος που με τη βοήθεια και τη στήριξή του θα απαλύνει για όσο μπορεί το πρόβλημα, έτσι και εμείς (χωρίς να εννοούμε πως το ένα αναιρεί το άλλο) μέσω του θεάτρου επιζητούμε τη ζύμωση που μπορεί να προκαλέσει μια αφήγηση. Και γι΄αυτό τον λόγο έχουμε οργανώσει συζητήσεις σχεδόν μετά από κάθε παράσταση ώστε τα ερωτήματα που θέτει το έργο να απαντώνται με κάποιον τρόπο ή τουλάχιστον να εκτονώνονται στα πλαίσια ενός διαλόγου που θα επιφέρει ίσως ένα κομμάτι γνώσης και θα εξυπηρετεί τουλάχιστον το μορφωτικό κομμάτι γύρω από τα εν λόγω ζητήματα.

Σας θυμάμαι από εκείνη την ξεχωριστή και δυνατή παράσταση στο Κολόσσι (2009) «Σε σας που μας ακούτε», βασισμένη σε θεατρικά έργα της Λούλας Αναγνωστάκη. Δέκα χρόνια μετά τι έχει αλλάξει και τι παραμένει ίδιο στη σχέση σας με το θέατρο;

Έλενα Σωκράτους : Προσπαθώ όσο μπορώ να κρατήσω το “θράσος” της 22χρονης Έλενας, αλλά δυστυχώς δεν λειτουργεί πάντα, λόγω του ότι έχει εξαλειφθεί η άγνοια κινδύνου. Συνεχίζω να έχω την ανάγκη του προβληματισμού για τα κοινωνικά φαινόμενα που με αφορούν και συνεχίζω να αισθάνομαι την επιτακτική ανάγκη να τα επικοινωνήσω στο κοινό με εργαλείο το διαδραστικό, πιο άμεσο και επιθετικό θέατρο‧ εύχομαι πιο ώριμα πια.

Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου: Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει πια το θέατρο που ακκίζεται. Το θέατρο που φτιάχνεται για να καταναλώνεται από το ίδιο το θέατρο και τους ανθρώπους που το αποτελούν. Με συγκινεί το θέατρο που δεν είναι ελιτίστικο αλλά αντιθέτως πηγάζει από μια βαθιά ανάγκη για πραγματική επικοινωνία και κατάργηση των αποστάσεων. Είτε αυτό είναι Σέξπιρ είτε είναι Τριαρίδης, με αφορά να δημιουργώ σύμπαντα μέσα στα οποία ο θεατής να αισθάνεται συνένοχος, συνεργός, όχι συνταξιδιώτης. Δεν με αφορά το πνευματικό ταξίδι. Με ενδιαφέρει ο ορθολογισμός και η ποίηση και το σημείο συνάντησής τους μέσω της αλληλεπίδρασης.

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy