Η Wirecard ήταν εταιρία ψηφιακών πληρωμών με αξία που, στο απόγειο της, έφθανε τα 28 δις δολάρια με αξία χρηματιστηρίου μεγαλύτερη από την Deutsche Bank. Ήταν ανάμεσα στις 30 ισχυρότερες εταιρίες της Γερμανίας με 5800 εργαζομένους συνολικά στην εργοδοσία της. Το περισσότερο μέρος των κερδών της προερχόταν από την Ασία.
Το περασμένο καλοκαίρι κήρυξε πτώχευση. Ουσιαστικά «χάθηκαν» 1,9 δις ευρώ που περιλαμβάνονταν στον ισολογισμό της. Η εταιρία «φούσκωνε» το σύνολο του ισολογισμού της «επινοώντας έσοδα» με σκοπό να καθίσταται «προσοδοφόρος» επενδυτικός προορισμός. Την απάτη αυτή, φαίνεται ότι απέκρυψε και ο ορκωτός λογιστής της εταιρείας ΕΥ που συνυπέγραφε για χρόνια τους ισολογισμούς της εταιρείας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Financial Times (FT) ανέδειξαν από παλιά ενδεχόμενες παρατυπίες της εταιρίας. Όμως η αρμόδια εποπτική αρχή (BaFin) αντί να ερευνήσει τα στοιχεία στράφηκε ενάντια στους FT για τις ερευνητικές τους δραστηριότητες. Όταν δε το 2019 άρχισε να συζητείται έντονα το ενδεχόμενο τυχόν παρατυπιών και είχαν αρχίσει κάποιες έρευνες, την ίδια περίοδο η Μέρκελ προσπάθησε να προωθήσει την εταιρία στην Κίνα.
Μετά την πτώχευση και το σκάνδαλο που ακολούθησε φυλακίστηκαν ο διευθύνων σύμβουλος Μάρκους Μπράουν και ο Μπούρκχαρντ Λέι, υπεύθυνος για τα οικονομικά καθώς και ο Στέφαν φον Έρφα, αρμόδιος λογιστής. Επιπλέον καταζητείται ο επικεφαλής λειτουργίας Γιαν Μαρσάλεκ ο οποίος εικάζεται ότι κατέφυγε στη Ρωσία.
Τα βασικά ζητήματα που προκύπτουν από το σκάνδαλο είναι η αδυναμία των εποπτικών αρχών, τόσο της Γερμανίας όσο και της ΕΕ, αλλά και των ελεγκτικών γραφείων να ανταποκριθούν στον ρόλο τους.
Εκ μέρους του Συμβουλίου της Γερμανικής προεδρίας ο Valdis Dombrovskis ανέφερε ότι θα πάρουν στα σοβαρά το συγκεκριμένο σκάνδαλο και θα πραγματοποιηθεί έρευνα. Θέση που επανέλαβε και Michael Roth εκ μέρους της Κομισιόν.
Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) υποστήριξε ότι είναι πρόβλημα που πρέπει να ρυθμιστεί μέσω ευρωπαϊκής εποπτείας. Ενισχύοντας την άποψη αυτή οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες (Σ&Δ) υποστήριξαν ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές δεν είναι ικανές να ελέγχουν την κεφαλαιαγορά και είναι αναγκαία μια ευρωπαϊκή εποπτεία με σκοπό να ενισχυθούν (οι κεφαλαιαγορές). Η ομάδα του Renew χαρακτήρισε ως οικονομικό εθνικισμό τους εσωτερικούς ελέγχους και υποστήριξε τη θέση για εποπτική αρχή, θέση που επανέλαβε και η Ομάδα τωv Πρασίvωv / Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία.
Εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς/ Βόρεια Πράσινη Αριστερά (GUE/NGL) ο Martin Schirdewan υπογράμμισε ότι η συγκεκριμένη εταιρία είχε προνομιακή πρόσβαση στην κυβέρνηση και προκύπτουν μια σειρά από σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την σχέση αυτή που χρήζουν άμεσης απάντησης. Επιπρόσθετα τόνισε ότι αυτό που χρειάζεται είναι ένας δημόσιος και διαφανής ελεγκτικός θεσμός. Συμπληρώνοντας ο Miguel Urbán Crespo τόνισε ότι τα σκάνδαλα και η διαφθορά (και ως εκ τούτο και το συγκεκριμένο σκάνδαλο) είναι χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος που βιώνουμε.
