«Βαρέθηκα πια να είμαι απλά ένας αριθμός» 

•Ένας πρόσφυγας σε αναμονή…

«Μπορεί να έχουμε έρθει όλοι με διαφορετικά καράβια, αλλά είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα τώρα», είχε πει σε μια ομιλία του ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Το 2016 η Ελλάδα και οι ευρωπαϊκές χώρες φάνταζαν ως σωτήρια εδάφη για πολλούς πρόσφυγες από χώρες της Μέσης Ανατολής, όπου ερχόμενοι είτε μόνοι τους είτε με τις οικογένειές τους, είτε ως πρόσφυγες πολέμου είτε ως πολιτικά διωκόμενοι αναζήτησαν τη χαμένη τους ζωή στην αγκαλιά της «Ευρώπης των λαών». Ανάμεσά τους και ο 20χρονος τότε Ράμιαρ Φαραϊπούρ, για τους φίλους Ράμι, Κούρδος από το Ιράν. «Ζητώ μονάχα να ακούσουν την ιστορία μου», το μήνυμά του προς την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία ανέβαλε ως το 2019 τη συνέντευξή του.

Της Αλεξάνδρας Τάνκα

Η αγάπη του Ράμι για τα τατουάζ και η περιέργειά του για τις θρησκείες ήταν αρκετά για να γίνει ανεπιθύμητος στις ιρανικές Αρχές, οι οποίες ήδη σε διάστημα ενός χρόνου τον είχαν κυνηγήσει τρεις φορές. «Δεν αισθάνομαι ούτε μουσουλμάνος ούτε χριστιανός. Απλά μ’ αρέσει να διαβάζω για τις θρησκείες», μου είπε ο Ράμι. Μέσα σε διάστημα ενός χρόνου ο Ράμι είχε τεθεί υπό κράτηση τρεις φορές και εκ των οποίων τη μία είχα βασανιστεί. «Τότε ήταν που είπα “τέλος” και αποφάσισα να φύγω. Κινδύνευα».

Το ταξίδι του από το Ιράν προς την Ελλάδα ξεκίνησε το 2016, όταν ο νεαρός αποφάσισε να φύγει από τη χώρα του και να περάσει στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει πως το δικαίωμά του στην έκφραση και στην ελευθερία θα έπεφτε πάνω σε ένα τείχος γραφειοκρατίας. Δύο χρόνια μετά ο Ράμι ακόμα περιμένει για τη συνέντευξή του με την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία αναβλήθηκε για ακόμη ένα χρόνο.

Είναι ένας ακόμη πρόσφυγας που έπεσε θύμα των διακινητών, πληρώνοντας περίπου 2.000 ευρώ για να ταξιδέψει πρώτα στην Τουρκία κι έπειτα από κει στην Ελλάδα. Η πρώτη προσπάθειά του έπεσε στο κενό, καθώς η βάρκα στην οποία επέβαινε ο Ράμι μαζί με άλλους 300 πρόσφυγες αναποδογύρισε με αποτέλεσμα κάποιοι πρόσφυγες να χάσουν τη ζωή τους. Η τουρκική ακτοφυλακή περιμάζεψε τους πρόσφυγες στέλνοντάς τους πίσω στην Τουρκία, όμως ο Ράμι γνώριζε πως για έναν Κούρδο η ζωή δεν θα ήταν εύκολη στην Άγκυρα.

Μετά τη δεύτερη προσπάθειά του κατάφερε να φτάσει στη Λέσβο και να μετακινηθεί στη Μόρια μαζί με άλλους 2.500 περίπου πρόσφυγες. Ο ίδιος αντιλήφθηκε άμεσα τα προβλήματα στο καμπ και κυρίως το γεγονός πως οι εγκαταστάσεις δεν ήταν αρκετές για όλους, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να εγκαθίστανται σταδιακά στον ελαιώνα δίπλα από το κέντρο φιλοξενίας. «Ήρθα στην Ελλάδα χωρίς να γνωρίζω καν Αγγλικά, όμως αναγκάστηκα να μάθω για να βοηθήσω στο χτίσιμο του ελαιώνα μαζί με τις οργανώσεις και τους εθελοντές».

Μια ευκαιρία για ζωή 

Στη Μόρια ο Ράμι δεν έμεινε περισσότερο από ένα μήνα. Μόλις έλαβε το ειδικό δελτίο αιτούντος άσυλο (ροζ κάρτα) αποφάσισε να βρεθεί στην Αθήνα, σίγουρος ότι η συνέντευξή του με την Υπηρεσία Ασύλου δεν θα αργούσε. Το κράτος όμως, όπως φαίνεται, του επιφύλασσε άλλα. «Όταν ξεκίνησα τις διαδικασίες για την αίτηση ασύλου, με ενημέρωσαν πως η συνέντευξη θα γίνει μέσω Skype, κι έτσι ενήργησα, όμως μου πήρε εφτά μήνες μέχρι να μου απαντήσουν!» μου λέει με έμφαση ο Ράμι. Η πρώτη του συνέντευξη είχε προγραμματιστεί για τις 19 Δεκεμβρίου του ’16, όμως λόγω χριστουγεννιάτικων διακοπών, όπως του εξήγησαν, δεν μπορούσε να γίνει.

«Δεν απογοητεύτηκα. Περίμενα τόσο καιρό, τι θα ήταν άλλες λίγες μέρες;» Η συνέντευξη τελικά προγραμματίστηκε για τις 15 Ιανουαρίου, η οποία πάλι ανεβλήθη λόγω απεργιακών κινητοποιήσεων. «Το καταλαβαίνω, όπως αναζητώ κι εγώ τα δικαιώματά μου έτσι κι αυτός είχε το δικαίωμά του να απεργήσει», σχολιάζει. Η έκπληξη ήρθε μόλις του ανακοίνωσαν τη νέα προγραμματιζόμενη συνέντευξη, η οποία ήταν πολύ αργότερα από ό,τι υπολόγιζε ο ίδιος. «Βλέποντας το φάκελο είδα “26 Ιανουαρίου” και σκέφτηκα ότι δεν πήρε μεγάλη παράταση. Είχα παραβλέψει ωστόσο να δω το έτος!»

Η συνέντευξη του Ράμι μετατέθηκε για το 2019 χωρίς να του δοθεί κάποια συγκεκριμένη εξήγηση. «Δεν ήταν θυμός προς κάποιον συγκεκριμένα. Όλο το σύστημα είναι χαλασμένο», τονίζει αργά χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Δεν θέλω ούτε το φαΐ τους ούτε τη στέγη τους ούτε τα λεφτά τους, παρά μόνο λίγες ώρες να ακούσουν την υπόθεσή μου κι ας μου πουν να φύγω από τη χώρα. Αρκεί να με ακούσουν», μου λέει ο Ράμι. «Δεν θα ήθελα να φύγω. Θέλω να συνεισφέρω και νιώθω ότι έχω συνεισφέρει εδώ. Μέχρι τώρα για το κράτος είμαι απλά ένας αριθμός. Και βαρέθηκα να είμαι ένας αριθμός».

«Έχω βασανιστεί στη χώρα μου, αλλά αυτό που κάνουν τώρα, να θέτουν τη ζωή μου σε αναμονή χωρίς να μου δίνουν κάποια απάντηση και χωρίς να γνωρίζω τι θα μου συμβεί είναι επίσης βασανισμός, είναι σκληρό και άδικο».

 

Πηγή: ThePressProject

Ο Άλλος, ο ξένος…

Επιθέσεις νεοναζί στη Γερμανία και ένας χρυσαυγίτης ξενοδόχος

Το νέο φιλμ του Γερμανού σκηνοθέτη τουρκικής καταγωγής Φατίχ Ακίν

«Είμαι o Άλλος, ο ξένος στη Γερμανία, με το background μου. Έχω μαύρα μαλλιά, οι γονείς μου είναι από την Τουρκία. Κάπως έτσι είμαι ο τέλειος στόχος για αυτές τις ξενοφοβικές επιθέσεις. Πριν λίγα χρόνια υπήρχε μια λίστα, ένα website με το όνομα Nuremburg 2.0 είχε φτιάξει μία λίστα με ονόματα πολιτικών και καλλιτεχνών. Το όνομά μου ήταν σε αυτή τη λίστα ως στόχος των νεοναζί. Αυτό με οδήγησε στο να γράψω και να κινηματογραφήσω αυτή την ταινία, το ότι είμαι πιθανός στόχος αυτών των ομάδων. Αυτό που έκανα με αυτήν την ταινία ήταν ένα είδος αντεπίθεσης», αναφέρει ο Φατίχ Ακίν.

Το νέο φιλμ του Γερμανού σκηνοθέτη τουρκικής καταγωγής Φατίχ Ακίν τιτλοφορείται «Μαζί ή Τίποτα».

Πιστός στις ταινίες με κοινωνικο-πολιτικό μήνυμα (Soul Kitchen, Η Άκρη του Ουρανού, Ο Παράδεισος Δεν Είναι Εδώ κ.ά.) αυτή τη φορά ο Ακίν πατάει στην υπόθεση της νεοναζιστικής ομάδας National Socialist Underground (NSU) που από το 2000 μέχρι το 2007 δολοφόνησε οκτώ Τούρκους μετανάστες, έναν Έλληνα κλειδαρά μετανάστη που ζούσε στο Μόναχο και μία Γερμανίδα αστυνομικό. Μέχρι και το 2011 οι έρευνες των Αρχών απέδιδαν τα εγκλήματα στην τουρκική μαφία και τα μίντια αναφέρονταν στην υπόθεση ως «Οι δολοφονίες-κεμπάπ» επειδή τα θύματα ήταν Τούρκοι μετανάστες, ενώ το ρατσιστικό κίνητρο και η νεοναζιστική δράση δεν είχαν εξεταστεί. Οι δράστες Ούβε Μούντλος και Ούβε Μπένχαρτ αυτοκτόνησαν το 2011, λίγα λεπτά πριν συλληφθούν από την Αστυνομία, ενώ η δίκη της συνεργού τους, Μπεάτε Τσέπε, διεξάγεται μέχρι και αυτή τη στιγμή, με την εν λόγω δίκη να θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές στη μεταπολεμική Γερμανία.

Στην ταινία του Φατίχ Ακίν «Μαζί ή τίποτα» (αγγλικός τίτλος: In the Fade, γερμανικός τίτλος: Aus dem nichts), η οποία βραβεύτηκε ως η καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στις Χρυσές Σφαίρες 2018, η 35χρονη Γερμανίδα Κάτια (Νταϊάν Κρούγκερ) βλέπει τον κόσμο της να καταρρέει όταν ο κουρδικής καταγωγής σύζυγός της και ο 5χρονος γιος της σκοτώνονται σε βομβιστική επίθεση από Γερμανούς νεοναζί. Και ενώ η Κάτια αποφασίζει να διεκδικήσει δικαιοσύνη για το θάνατο των δικών της ανθρώπων, το ερώτημα που αναδύεται είναι: «Μπορεί να βρεθεί λύση μέσα από το δημοκρατικό δικαστικό σύστημα; Ή η αυτοδικία είναι ο μόνος δρόμος;»

Στο τρέιλερ ίσως να αναγνωρίσετε τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη (Σπιρτόκουτο, Η Ψυχή στο Στόμα, Μαχαιροβγάλτης κ.ά.), ο οποίος υποδύεται έναν Έλληνα ξενοδόχο που όπως αποδεικνύεται είναι μέλος της Χρυσής Αυγής -στο τρέιλερ της ταινίας διακρίνεται να κρατά τη σημαία της οργάνωσης.

Στις Κάννες, ο σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν δήλωσε ότι «έκανε εξονυχιστικές έρευνες διαβάζοντας όλα τα πρακτικά γύρω από τις δίκες της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU που κατηγορείτο ότι δολοφονούσε μετανάστες στη Γερμανία», διευκρινίζοντας ότι «η Χρυσή Αυγή ήταν συνδεδεμένη με την NSU και ότι το σήμα της Χρυσής Αυγής βρίσκεται στα πρακτικά».

Για το τρέιλερ της ταινίας: https://www.youtube.com/watch?v=n4G7itEqYpc

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy