Βαρβάρα Δ. Λοΐζου: Προαισθάνθηκε το θάνατό του ο Δώρος

Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του Δώρου Λοΐζου από την ΕΟΚΑ Β’, η σύζυγός του, η Αμερικανίδα Βαρβάρα Μπελ (Λοΐζου), εξακολουθεί να ζει έντονα το σύντομο διάστημα που έζησε με τον πρόεδρο της νεολαίας της ΕΔΕΚ, τον αγωνιστή και ποιητή Δώρο Λοΐζου.

Έρχεται στην Κύπρο όσο πιο συχνά μπορεί γιατί, όπως λέει η ίδια, η Κύπρος και ο Δώρος είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της. Η Βαρβάρα και ο Δώρος γνωρίστηκαν όταν ο Δώρος σπούδαζε στις ΗΠΑ κι ένωσαν τις ζωές τους μέχρι τις 30 Αυγούστου, όταν ο Δώρος πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων. Τη συναντήσαμε σε μια από αυτές τις επισκέψεις της στην Κύπρο και συνομιλήσαμε για πολλά που αφορούν τη σχέση της με τον Δ. Λοΐζου και ειδικότερα για τη δολοφονία του.

Ό,τι έκανε το έκανε για τη χώρα του…

Το πρωί της 15ης Ιουλίου, όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ο Δώρος και η Βαρβάρα βρίσκονταν στα γραφεία που εργαζόταν η Βαρβάρα, σε μια εταιρεία ισραηλινών συμφερόντων. Ο Δώρος ήταν τότε καθηγητής στην Αγγλική Σχολή. Όταν κατάλαβαν ότι έγινε πραξικόπημα ο Δώρος εξαφανίστηκε και για δύο μέρες δεν είχαν καμία επαφή μεταξύ τους. Όταν εμφανίστηκε στο σπίτι, διηγήθηκε στη σύζυγό του την αντίσταση που προέβαλε μαζί με άλλους στην περιοχή Καϊμακλίου. «Ό,τι έκανε δεν το έκανε ούτε για τον Βάσο ούτε για την ΕΔΕΚ, το έκανε για τη χώρα του. Ήταν ένας άνθρωπος που αγωνιζόταν για τη χώρα του», τονίζει με έμφαση η συνομιλήτριά μας.

Σύλληψη μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής

Η Βαρβάρα τονίζει ότι μεταξύ της πρώτης και δεύτερης εισβολής ήρθαν στο σπίτι τους δύο πραξικοπηματίες με πολιτικά για να κάνουν έρευνα. «Πήγαν στο γραφείο του Δώρου και βρήκαν εκεί ένα ποίημά του το οποίο πήραν και μετά συνέλαβαν και τον Δώρο και τον πήραν μαζί τους.

Τον είδα μετά από τέσσερις μέρες. Όταν ήρθε ο Δώρος μού είπε ότι ο λόγος για τον οποίο τον συνέλαβαν ήταν διότι αυτό το ποίημα είχε ως τίτλο “Δεν υπάρχει Ελλάδα σήμερα” και ήταν ο κυριότερος λόγος για τον οποίο τον είχαν συλλάβει». Μετά από λίγες μέρες ο Δώρος αφέθηκε ελεύθερος. Όπως σημειώνει η σύζυγός του δεν τον κακοποίησαν, όπως συνέβη με άλλους κρατούμενους που υπέστησαν βασανιστήρια.

 

Το βράδυ πριν τη δολοφονία

Το βράδυ της 30ής Αυγούστου το ζεύγος Λοΐζου ήταν στο σπίτι του και φιλοξενούσαν τον Β. Λυσσαρίδη και μία δημοσιογράφο της «Γκάρντιαν», την Τζίλιαν Λίντσκοτς, η οποία έπαιρνε συνέντευξη από τον Λυσσαρίδη. Και οι δύο θα έμεναν εκεί το βράδυ. Σε ολόκληρη την Κύπρο ίσχυε ο κατ’ οίκον περιορισμός. Σε κάποια στιγμή έγινε αντιληπτό πως ένα αυτοκίνητο περιφερόταν γύρω από το σπίτι. Ο Δώρος κοίταξε από το παράθυρο και αναγνώρισε έναν από τους επιβαίνοντες και παρατήρησε ότι παρακολουθούν φανερά το σπίτι.

Ο Δώρος προαισθάνθηκε

Τα όσα ακολουθούν στην αφήγηση της Βαρβάρας είναι συγκλονιστικά. Όταν ξάπλωσαν εκείνο το βράδυ, ο Δώρος ήταν ανήσυχος και της είπε ότι «αύριο κάτι θα μου συμβεί». Και πρόσθεσε: «Και όταν μου συμβεί εσύ θα πας στον πατέρα μου, θα πάρεις χρήματα και θα πας πίσω στην Αμερική, δεν θέλω να ζεις σε αυτή τη χώρα πλέον. Εγώ του απάντησα τι είναι αυτές οι ανοησίες που λες, εγώ δεν θέλω να ζήσω μακριά σου, σε αγαπώ πάρα πολύ. Κι αυτός επέμενε και μου έλεγε το εξής: Μη φοβάσαι, εγώ είμαι αθάνατος». Εκείνο το βράδυ, προσθέτει, «δεν ήταν ο Δώρος που γνώρισα».

Το μοιραίο πρωινό

Το πρωί μετά το πρόγευμα ετοιμάζονταν να μεταφέρουν τη δημοσιογράφο στο ξενοδοχείο της και στη συνέχεια να μεταβούν στα γραφεία της ΕΔΕΚ παρά το «Όχι». Πριν από την αναχώρησή τους συνέβη κάτι το οποίο, όπως λέει η ίδια, εξακολουθεί να της προκαλεί ερωτήματα. «Εκείνο το πρωί ο Βάσος πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του τη Βαρβάρα, η οποία βρισκόταν εκτός Κύπρου, ήταν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Της είπε ακριβώς ποιο θα ήταν το πρόγραμμα της ημέρας. Ένιωσα κάπως παράξενα γιατί ήξερε ότι το τηλέφωνό μας παρακολουθείτο και πάντοτε διερωτώμουν γιατί να μιλήσει για τη διαδρομή μας. Εκ των υστέρων πιστεύω ότι ήθελε να μιλήσει στη Βαρβάρα διότι πραγματικά την είχε πεθυμήσει». Το τηλεφώνημα, είπε, το άκουσαν η ίδια και ο Δώρος.

Η δολοφονική ενέδρα

Αμέσως μετά μπήκαν στο αυτοκίνητο, πήραν τη δημοσιογράφο στο ξενοδοχείο και συνέχισαν την πορεία τους προς τα γραφεία της ΕΔΕΚ. «Κατευθυνόμενοι από το Χίλτον στην κλινική μάς περίμεναν οι δολοφόνοι της ΕΟΚΑ Β’ σε δύο σημεία. Ήταν δύο αυτοκίνητα κάτω από τη γέφυρα και ένα άλλο ήταν στην περιοχή του ταχυδρομείου. Διότι δεν ήξεραν από ποια κατεύθυνση θα πήγαινε ο Δώρος. Είτε μέσω της γέφυρας είτε μέσω του ταχυδρομείου. Ενώ ήμασταν πάνω στη γέφυρα, ο Δώρος ήταν σε μεγάλη ένταση, οδηγούσε και κοίταζε συνεχώς γύρω του, ήξερε, ένιωθε, περίμενε ότι κάτι θα γινόταν».

Καταιγιστικοί πυροβολισμοί

Ο Δώρος καθόταν στο τιμόνι, η Βαρβάρα ήταν στη θέση του συνοδηγού και ο Β. Λυσσαρίδης καθόταν στο πίσω κάθισμα. Όταν έφτασαν κοντά στα γραφεία δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά. «Ο Δώρος όμως ο οποίος δεχόταν τα πυρά, συνέχισε να οδηγεί το αυτοκίνητο. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπου κάποιος δέχεται πυρά, θα προσπαθήσει και ο ίδιος να προστατεύσει τον εαυτό του και ενδεχομένως να σκύψει. Αυτός ουσιαστικά οδήγησε το αυτοκίνητο όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κατάλαβα ότι ήθελε να σώσει εμένα. Και δέχθηκε τη θανάσιμη σφαίρα στο λαιμό, στην αορτή, η οποία ήταν και η τελειωτική και γι’ αυτό είχα καλυφθεί απολύτως από το ίδιο του το αίμα. Κι εγώ δέχθηκα θραύσματα σφαιρών σε δύο σημεία του σώματός μου, στο χέρι μου το οποίο είχε ανοίξει και μετά με έκαναν εγχείρηση και μέχρι τώρα έχω θραύσματα από σφαίρες στο μαλακό μέρος του κρανίου μου».

Η προσποίηση Λυσσαρίδη

Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί η Βαρβάρα δεν είχε καταλάβει ότι ο Δώρος ήταν νεκρός. «Παρόλο που είχε δεχθεί τόσα κτυπήματα, το σώμα του εκινείτο μπροστά και πίσω. Νόμιζα ότι ήταν εντάξει διότι ένιωθα ότι εκινείτο». Ο Βάσος Λυσσαρίδης δεν επλήγη από τις σφαίρες. «Ο Βάσος προσποιήθηκε το νεκρό. Είχε ξαπλώσει στο πισινό κάθισμα. Ήταν ένας τέλειος νεκρός. Όταν γύρισα και τον είδα μετά το τέλος της απόπειρας, ήμουν απολύτως πεπεισμένη ότι ήταν νεκρός. Είχε προσποιηθεί με έναν τέλειο τρόπο.

Όταν δέχθηκα τις σφαίρες και στο χέρι και στο κεφάλι μου, κατά κάποιο τρόπο ο πόνος ήταν διάχυτος αλλά δεν ένιωθα μεγάλο πόνο ούτε στο ένα σημείο ούτε στο άλλο. Έβλεπα οπτασίες, δέκα αντικείμενα, δέκα αυτοκίνητα, δέκα Δώρους. Όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο άκουσα μια φωνή από το πίσω μέρος. Ήταν ο Βάσος που με ρώτησε πώς είναι ο Δώρος. Νόμιζα ότι ήταν εντάξει διότι ένιωθα ότι εκινείτο. Βγήκα από το αυτοκίνητο και πήγα στην άλλη μεριά του αυτοκινήτου, όπου και αντίκρισα το όμορφο πρόσωπο του Δώρου το οποίο είχε γεμίσει από σφαίρες και αίματα. Άκουσα εκείνη τη στιγμή, επίσης, το αυτοκίνητο των δολοφόνων να φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα».

Και σημείωσε: «Ήθελαν βεβαίως να δολοφονήσουν όλους μας εκείνη τη στιγμή και βεβαίως ήθελαν να δολοφονήσουν ένα νέο άνθρωπο όπως τον Δώρο, ο οποίος δεν φοβόταν, έγραφε ποιήματα και εξέφραζε αυτό το οποίο ένιωθε. Κατά τη διάρκεια της δολοφονικής ενέργειας σκότωσαν κι έναν αθώο πολίτη, ο οποίος έτυχε να βρισκόταν στη σκηνή εκείνη τη στιγμή.

Επειδή ΕΔΕΚίτες βρίσκονταν στην πολυκατοικία και παρακολουθούσαν τη σκηνή, κατέβηκαν κάτω, τράβηξαν τον Δώρο από το αυτοκίνητο, τον έβαλαν σε ένα φορτηγό για να τον πάρουν στο νοσοκομείο και τράβηξαν και τον Βάσο για να τον προστατεύσουν. Και μέσα σε εκείνο τον πανικό εγώ έμεινα μόνη μου πάνω στο δρόμο χωρίς να με αντιληφθεί κανένας. Κάποια στιγμή τελικά με οδήγησαν στο νοσοκομείο κι εκεί ήρθε και η πεθερά μου.

Το τραγικό ήταν ότι υπήρχαν ΜΜΕ στην περιοχή και ήρθαν στη σκηνή και να φανταστείτε ότι μεταδόθηκε ακόμη και στις ΗΠΑ ότι έγινε κάτι τέτοιο και η ίδια μου η μάνα έβλεπε από τα ΜΜΕ της Αμερικής για ειδήσεις για τη δολοφονία και μάθαινε για μένα».

 

Γνωρίζει τους δολοφόνους;

Η Βαρβάρα Λοΐζου απαντά θετικά στο ερώτημά μας αν γνωρίζει τους δολοφόνους. Ωστόσο, προσθέτει, όταν έγινε μια δικαστική διαδικασία και ρωτήθηκε αν είχε δει τους δολοφόνους απάντησε αρνητικά. Ο λόγος, αναφέρει, ήταν ότι δεν είχε επιλογή. «Αν κοίταζα πίσω να δω τους δολοφόνους ίσως να ήμουν νεκρή».

Επιμέλεια: Μιχάλης Μιχαήλ

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy