Συναντήσεις/ Ορίζοντας
Βασιλική Σελιώτη: Το τραύμα δεν αφορά, μόνο το ιστορικό παρελθόν αλλά είναι και ολοζώντανο στο παρόν
Ο Αντώνης Γεωργίου συναντά τη Βασιλική Σελιώτη που συμμετέχει στη συζήτηση Το τραύμα της ιστορίας και η ιστορία του τραύματος που διοργανώνει το Βιβλιοτρόπιο στη Λεμεσό την Τετάρτη 17 Μαΐου 2023.
Η Βασιλική Σελιώτη είναι συγγραφέας της μελέτης «Λογοτεχνία και τραύμα. Το 1974 στην κυπριακή και ελλαδική λογοτεχνία» που βραβεύτηκε στην Κύπρο με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας
Πώς ορίζουμε το «τραύμα του ’74»;
Πρόκειται για τη συλλογική εμπειρία οδύνης που βιώνει από το 1974 ο τόπος μας και αφορά τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα τότε: το πραξικόπημα και κυρίως την τουρκική εισβολή και τη συνακόλουθη ημικατοχή του νησιού, τα οποία αντιλαμβανόμαστε ως ένα πλήγμα τόσο σφοδρό που προκάλεσε ρήξη στο συνεχές της ιστορίας του και έθεσε επί τάπητος ζητήματα αυτοεικόνας -δηλαδή ταυτότητας- του κόσμου του, μνήμης και αφήγησης. Επιπλέον, η παρατεταμένη διάρκειά του, δηλαδή η συνεχιζόμενη στρατιωτική ημικατοχή και όσα αυτή συνεπάγεται έχουν εκθέσει την πλευρά που το έχει υποστεί σε διαρκή επαφή με την τραυματική εμπειρία η οποία κυριολεκτικά δεν έχει τέλος: ούτε με τη μορφή της κάθαρσης και δικαίωσης ούτε με τη μορφή μιας οριστικής λύσης -τουλάχιστον ακόμα. Το τραύμα δεν αφορά, λοιπόν, μόνο το ιστορικό παρελθόν (50 χρόνια συμπληρώνονται δυστυχώς σε λίγο) αλλά είναι και σύγχρονο, ολοζώντανο στο παρόν
Η τραυματική εμπειρία κυριολεκτικά δεν έχει τέλος: ούτε με τη μορφή της κάθαρσης και δικαίωσης ούτε με τη μορφή μιας οριστικής λύσης -τουλάχιστον ακόμα.
Ποιους αφορά;
Ένα συλλογικό τραύμα διαιρεί πάντοτε τους εμπλεκόμενους σε θύτες και θύματα. Στην περίπτωσή μας σε ό,τι αφορά το πολεμικό του σκέλος, που είναι και το μείζον, θύτης είναι η τουρκική πλευρά και θύμα η ελληνική η οποία δέχτηκε την επίθεση και έγινε, επομένως, φορέας του εν λόγω τραύματος. Πρωτίστως, βέβαια, θυματοποιήθηκαν οι ελληνοκύπριοι οι οποίοι βιώνουν από το 1974 και εξής κάθε τραυματικό βίωμα που συνεπάγεται ένας πόλεμος: νεκρούς, αγνοούμενους, πρόσφυγες, αλλαγή του μέχρι τότε ενιαίου ειδώλου της πατρίδας εξαιτίας της διαχωριστικής γραμμής κ.ά. Ωστόσο, στην ελληνική πλευρά συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, η οποία λόγω του πραξικοπήματος στο νησί με ηθικό αυτουργό τη στρατιωτική δικτατορία που την κυβερνούσε και της στρατιωτικής ήττας που ακολούθησε θα βιώσει μια διπλή ενοχή: από τη μια επειδή λειτούργησε διχαστικά και από την άλλη επειδή δεν κατόρθωσε να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον ελληνισμό της Κύπρου, ενώ είχε και αυτή θύματα στο πεδίο της μάχης. Έτσι, η λογοτεχνία αποτυπώνει και άλλες δευτερεύουσες ταυτότητες θυτών (και θυμάτων επίσης) όπως τους συμμετέχοντες στο πραξικόπημα και τους τουρκοκύπριους που συχνά συμπορεύτηκαν με τον ομοεθνή εισβολέα ενάντια στον αλλοεθνή συντοπίτη.
Οι νέοι λογοτέχνες πραγματεύονται το τραύμα από τη σκοπιά του μέλλοντος, από μια προοπτική, δηλαδή, υπέρβασής του -που καθόλου δεν σημαίνει και λήθη του.
Συνεχίζει να αποτελεί θέμα της κυπριακής λογοτεχνίας;
Συνεχίζει, μεν, αλλά πια δεν είναι το δεσπόζον. Τη διαπίστωση υπογράμμισε και ο Παντελής Βουτουρής, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας κατά τη βραδιά της απονομής, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι στους νεότερους συγγραφείς οι κληρονομημένες τραυματικές παραστάσεις έχουν υποκατασταθεί από άλλες σύγχρονες υπαρξιακές ανησυχίες. Πρόσθεσε, δε, ότι το τραύμα εκφέρεται τώρα με έναν λόγο περισσότερο κρυπτικό, ασυνεχή και θραυσματικό. Ωστόσο, αν και έχει υποχωρήσει, παραμένει μια θεματική σταθερά και είμαι βέβαιη πως και στο μέλλον θα επανέρχεται ανοίγοντας ίσως νέους κύκλους λογοτεχνικής προσέγγισής του.
Έχει αλλάξει ο τρόπος προσέγγισης του από τους νεότερους λογοτέχνες;
Οι λογοτέχνες που γεννήθηκαν μετά το 1974 στερούνται του βιώματος και φιλτράρουν το τραύμα μέσα από το πρίσμα μιας επίκτητης, κληρονομημένης μνήμης, η οποία ενισχύεται φυσικά από τα ορατά ίχνη του στο παρόν. Θα πρόσθετα στα προαναφερθέντα ότι, κατά κανόνα, πολλοί από αυτούς το βλέπουν, επίσης, υπό το φως μιας κριτικής αποτίμησης της πορείας της Κυπριακής Δημοκρατίας και των σχέσεων των δύο κοινοτήτων της. Κυρίως, όμως, οι νέοι λογοτέχνες πραγματεύονται το τραύμα από τη σκοπιά του μέλλοντος, από μια προοπτική, δηλαδή, υπέρβασής του -που καθόλου δεν σημαίνει και λήθη του.
