Βασίλης Μιχαηλίδης 1849-1917

 

Του Παναγιώτη Αγαπίου*
Στις 8 Δεκεμβρίου 2017 κλείνουν 100 χρόνια από το θάνατο του Εθνικού ποιητή της Κύπρου, Βασίλη Μιχαηλίδη. Γεννήθηκε στο Λευκόνικο το 1949. Ήταν το δεύτερο παιδί του Χατζή-Μιχαήλ Χαραλάμπους (γνωστός με το παρατσούκλι Χατζηκουμπάρος) και της Αννέτας του Κονόμου από το Δάλι. Έχασε τη μάνα του από μικρό παιδί. Ο πατέρας του, φτωχός μεροκαματιάρης, έστειλε τον Βασίλη στο Δάλι, κοντά στο θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, δάσκαλο. Κοντά του έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Η μόρφωση του Βασίλη ήταν στοιχειώδης και ανεπαρκής λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος των σπουδών του, αλλά και λόγω του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου των δασκάλων του. Τα λίγα σχολεία της υπαίθρου, την εποχή εκείνη, λειτουργούσαν με ιδιώτη δάσκαλο, συνήθως ιερέα, που πληρωνόταν από την κοινότητα. Τα παιδιά διδάσκονταν Παιδαγωγία, Οχτώηχο, Ψαλτήρι και Απόστολο. Το καλλιτεχνικό του ταλέντο ο Βασίλης Μιχαηλίδης περισσότερο το οφείλει στο οικογενειακό του περιβάλλον και στον Παπακονόμο που διέθετε καλλιτεχνικό και ποιητικό ταλέντο. Ο πατέρας του ήταν γλεντζές και γνωστός τραγουδιστής. Το πρώτο καλλιτεχνικό του ταλέντο ήταν η ζωγραφική. Σε ηλικία 10 ή 12 χρόνων πηγαίνει στη Λευκωσία κοντά στον πρωτοξάδελφο του πατέρα του, τον διάκο Κυπριανό Οικονομίδη που ήταν καθηγητής της Ελληνικής Σχολής. Εκεί μένει στην Αρχιεπισκοπή ή σ’ ένα από τα κτίσματά της τους «νοτάδες» που βρίσκονταν σε διάφορα μέρη της Λευκωσίας. Στόχοι του Β. Μιχαηλίδη ήσαν να συμπληρώσει τις σπουδές του, να σπουδάσει αγιογραφία και να ιερωθεί. Κανένα από τους τρεις στόχους δεν πέτυχε.
Το 1868 ο Β. Μιχαηλίδης πηγαίνει στη Λάρνακα στη Μητρόπολη Κιτίου κοντά στο θείο του Μητροπολίτη Κυπριανό. Εκεί του δίνεται η ευκαιρία να ασχοληθεί με τη ζωγραφική και την ποιητική ενασχόληση. Η Λάρνακα, την εποχή εκείνη, ήταν μια ευρωπαϊκή πόλη. Ήταν η πιο προηγμένη πόλη της Κύπρου λόγω του λιμανιού και των ξένων προξενείων, των ναυτιλιακών πρακτόρων, των ξένων υπαλλήλων και των εμπόρων. Ο Β. Μιχαηλίδης προσπαθεί να φαίνεται Ευρωπαίος και δημιουργεί σχέσεις με πλούσιους αστούς και λόγιους. Σημαντική επίδραση στην ποιητική του εξέλιξη είχαν οι λόγιοι της Λάρνακας Θεμιστοκλής Θεοχαρίδης, ο Γουσταύος Λαφφών και ο Θεόδουλος Κωνσταντινίδης. Η πρώτη του ποιητική δημιουργία αρχίζει το 1873 με στίχους στην καθαρεύουσα, τη δημοτική και την κυπριακή διάλεκτο. Δύο φορές ερωτεύτηκε αλλά ποτέ δεν κατέληξε σε γάμο.
Στη Μητρόπολη στη Λάρνακα, όπου διέμενε, δεν ένιωθε πολύ ευτυχισμένος. Ζούσε κάτω από τη σκιά του θείου του Δεσπότη, πράγμα που τον έκανε να νιώθει σαν εξαρτώμενος. Αυτό δεν του άρεσε. Ήθελε να αισθάνεται ελεύθερος. Γι’ αυτό ήθελε να φύγει, να πάει είτε στο εξωτερικό για σπουδές, είτε κάπου αλλού και να αναζητήσει μόνος του την τύχη του. Δύσκολες και οι δύο επιλογές. Γύρω στα 1875 πήγε στην Ιταλία για να σπουδάσει ζωγραφική. Η προσπάθειά του αυτή απέτυχε λόγω οικονομικής δυσχέρειας και λόγω της χαμηλής του μόρφωσης. Έφυγε από την Ιταλία και πήγε στη Ελλάδα. Το 1877 έλαβε μέρος στον ένοπλο αγώνα για απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Όπως πολλοί νέοι της εποχής έτσι και ο Β. Μιχαηλίδης που πίστευε στην ανάσταση του γένους, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των απελευθερωτικών αγώνων του Εθνους.
Το φθινόπωρο του 1878, λίγο μετά που η Κύπρος περιήλθε στα χέρια των Άγγλων, ο Β. Μιχαηλίδης επιστρέφει στην Κύπρο άρρωστος, απένταρος και ρακένδυτος. Εγκαθίσταται στη Λεμεσό, στο παράρτημα της Μητρόπολης Κιτίου, αποφεύγοντας έτσι να βρεθεί ξανά υπό την προστασία του Μητροπολίτη θείου του στη Λάρνακα. Μέχρι και το 1884 υπηρέτησε σαν έκτακτος υπάλληλος του Δήμου Λεμεσού και στη συνέχεια εργάστηκε σαν νοσοκόμος στο Νοσοκομείο Λεμεσού μέχρι το 1910 με μισθό £4 το μήνα.
Το 1882 ο Βασίλης Μιχαηλίδης εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Η ασθενής Λύρα». Δημοσιεύει στη μοναδική εφημερίδα της Λεμεσού «Αλήθεια» στίχους πατριωτικούς και σατιρικούς που είχαν μεγάλη επιτυχία. Αναμίχθηκε σε συγγραφικές, πνευματικές και εθνικές δραστηριότητες και το όνομά του εμφανιζόταν συχνά στην «Αλήθεια». Όταν το 1884 κατέπλευσε στο λιμάνι της Λεμεσού το ελληνικό εκπαιδευτικό πολεμικό σκάφος «Ναύαρχος Μιαούλης» , ο Β. Μιχαηλίδης προσφώνησε έμμετρα τους αξιωματικούς και δοκίμους του σκάφους με τούτα τα λόγια:

Αρχίζει με το: Χαίρε Μιαούλη εις αυτό το πρώτο σου ταξίδι
που είδε η Μεσόγειος το μόνο της στολίδι,
σ’ όλην σου την περίοδο αυτήν που σεριανίζεις
κι όσοι διψούν ελευθεριά περνάς και τους δροσίζεις.
………………………………………………………

Και τελειώνει: Σε βλέπουμε κι από χαρά τρέχουν τα δάκρυά μας
είθε να δώσει ο θεός που βλέπει την καρδιά μας,
να ’λθει η μέρα γρήγορα αυτήν που καρτερούμε,
η μέρα της Ενώσεως οπού θα ενωθούμε.

Το 1884 ο Β. Μιχαηλίδης συνεργάζεται με την εφημερίδα «Σάλπιγξ» που εξέδωσε τη χρονιά εκείνη ο Στυλιανός Χουρμούζιος δημοσιεύοντας πολλούς στίχους του. Το 1888 εξέδωσε ο ίδιος παράρτημα της εφημερίδας «Σάλπιγξ» το σατιρικό φύλλο «Διάβολος». Στο σατιρικό αυτό φύλλο έκανε τολμηρά σχόλια για πρόσωπα και πράγματα που φανερώνουν ότι ήταν ενημερωμένος πάνω στη διεθνή πολιτική ζωή. Τα σχόλια αυτά, γραμμένα με προχειρότητα, ήταν έμμετρα. Το 1886 πέθανε ο Δεσπότης, θείος του, και του αφιέρωσε το ποίημα «Επί τω θανάτω του σεβαστού μου Κυπριανού» .
Την πατρίδα σου με ζέσιν αγαπούσε η ψυχή σου,
είχες δυστυχώς τον βίον ακανθώδη και μικρόν,
μόλις ήμισυ αιώνα υπερέβη η ζωή σου,
και θρηνούσα η πατρίς σου σ’ εστεφάνωσε νεκρό.
Η δεκαετία του 1890-1900 ήταν η πιο παραγωγική περίοδος. Το 1893 εξέδωσε το σημαντικό λυρικό του ποίημα «Η ανεράδα». Το 1895 εξέδωσε αποσπάσματα του έπους «Η 9η Ιουλίου εν Λευκωσία Κύπρου» και το μακροσκελές ποίημα «Η Χιώτισσα εν Λεμεσώ κατά το 1821». Και τα τρία αυτά έργα είναι γραμμένα στο κυπριακό ιδίωμα.
Κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα ο Β. Μιχαηλίδης περνά τις ελεύθερές του ώρες στις ταβέρνες της Λεμεσού. Φίλοι του είναι απλοί λαϊκοί τύποι, αγράμματοι και μεροκαματιάρηδες, φίλοι του ποτού και της ταβέρνας. Η ανάρμοστη συμπεριφορά του, ίσως λόγω του ποτού, και η σύγκρουσή του με τη νέα νοσοκόμο, ανάγκασε τη Δημοτική Επιτροπή να του επιβάλει κάποια τιμωρία. Του μείωσε το μισθό του κατά μία λίρα και του σύστησε για τελευταία φορά να συμμορφώνεται με τους κανονισμούς. Η τιμωρία αυτή κράτησε για πέντε μήνες. Το 1904 η Δημοτική Επιτροπή του παραχώρησε άδεια απουσίας για δύο μήνες ύστερα από αίτηση του ιδίου. Η υγεία του κλονίζεται σοβαρά. Υποφέρει από ρευματισμούς, μια χρόνια αρρώστια, ανίατη στα χρόνια εκείνα. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο μετά το 1906. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να γράφει ποιήματα πολύ αξιόλογα, μερικά από τα οποία είναι τα καλύτερά του. Το 1910 παύεται από την υπηρεσία από τον Δήμαρχο Χριστόδουλο Σώζο, τον μετέπειτα ήρωα του Μπιζανιού. Είχε συμπληρώσει τριάντα χρόνια υπηρεσίας στο Νοσοκομείο Λεμεσού χωρίς να πάρει καμιά σύνταξη. Δεν υπήρχε τότε αυτός ο θεσμός. Στα εξήντα του ο Β. Μιχαηλίδης μένει χωρίς εργασία, φτωχός, άπορος και φοβερά άρρωστος. Ο Δήμος Λεμεσού του παραχώρησε ένα δωμάτιο στο δημαρχείο και του ανέθεσε καθήκοντα σχετικά με την καθαριότητα της πόλης με μισθό £2 τον μήνα. Ήταν μια βοήθεια προς τον ποιητή όπως δινόταν σε οποιοδήποτε άπορο. Το 1911 εξέδωσε τα ποιήματα «9η Ιουλίου» και «Χιώτισσα».
Το φθινόπωρο του 1916 γίνεται τρόφιμος του φτωχοκομείου, το οποίο λειτούργησε για πρώτη φορά το 1915. Στις 8 του Δεκέμβρη 1917 ο Βασίλης Μιχαηλίδης αφήνει την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του έγινε την επομένη και την παρακολούθησαν τα σχολεία της πόλης, ο Δήμαρχος, οι βουλευτές και το προσωπικό του φτωχοκομείου. Επικήδειο λόγο εκφώνησαν ο Ν.Κλ. Λανίτης, ο δάσκαλος Αριστόδημος Κ. Πηλαβάκης και ο δικηγόρος Γιάγκος Ηλιάδης. Δύο εβδομάδες μετά το θάνατό του, μερικοί φίλοι του οργάνωσαν φιλολογικό μνημόσυνο προς τιμήν του με μεγάλη επιτυχία. Δυστυχώς σήμερα δεν διασώζεται ο τάφος του. Ο Δήμος Λεμεσού έστησε την προτομή του στην «Πλατεία Βασίλη Μιχαηλίδη» στις 15 Ιουλίου 1953.

 

Λίγα λόγια για το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη
Από τα πρώτα στάδια της ποιητικής του σταδιοδρομίας μέχρι και το τέλος ο Β. Μιχαηλίδης παρουσιάζει μια γλωσσική αβεβαιότητα. Γράφει στην καθαρεύουσα, στη δημοτική και στο κυπριακό ιδίωμα. Τα καλύτερα ποιήματά του είναι γραμμένα στο κυπριακό ιδίωμα. Εν όσο ζούσε εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές: την «Ασθενή λύρα» το 1882 και τα «Ποιήματα» το 1911. Τα υπόλοιπα ποιήματα του έμειναν δημοσιευμένα στις εφημερίδες «Αλήθεια», «Σάλπιγξ», «Κήρυξ» και σε διάφορα περιοδικά και χειρόγραφα. Μέσα από το έργο του Β. Μιχαηλίδη μπορεί κανείς να διαπιστώσει την εξυπνάδα του, τις κοινωνικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις και πάνω απ’ όλα τη μεγάλη του αγάπη προς την πατρίδα και την Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Στο έργο του Β. Μιχαηλίδη περιλαμβάνονται ποιήματα ερωτικά, θρησκευτικά, ιστορικά, σατιρικά, πατριωτικά, επικαιρικά, μύθοι, αινίγματα, άσεμνα και διάφορα άλλα. Μερικά από αυτά είναι:
Ερωτικά: «Η ανεράδα», «Το αεράκι», «Ο αποχωρισμός»
Ιστορικά: «Η Χιώτισσα», «Η 9η Ιουλίου».
Θρησκευτικά: «Ο Θεός», «Εις την εκκλησίαν».
Πατριωτικά: «Η Κύπρος στη μάνα της» , «Τω απαγχονισθέντι Αρχιεπισκόπω Κύπρου Κυπριανώ» , «Εις την 25ην Μαρτίου», «Εις την Κρήτην», «Δια την Ένωση της Κρήτης», «Εγερτήριον».
Σατιρικά: «Τοκογλυφία», «Ο γάμος» «Η δίκη του ανθρώπου».
Από τα πιο γνωστά και αξιόλογα έργα του είναι «Η 9η Ιουλίου» και «Η Χιώτισσα» που γράφτηκαν το 1895, «Η Κύπρος στη μάνα της» το 1911 και το λυρικό ποίημα «Η Ανεράδα» το 1893. Τα επικολυρικά ποιήματα «9η Ιουλίου» και «Η Χιώτισσα» είναι το αποκορύφωμα της ποιητικής του εργασίας γραμμένα στο κυπριακό ιδίωμα. Το πρώτο αναφέρεται στα τραγικά γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 και τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Στίχοι αθάνατοι γεμάτοι εθνικό παλμό που συγκινεί και φρονηματίζει κάθε ελληνική ψυχή. Περιγράφει τη σκηνή με τον Κυπριανό μπροστά στον Μουσελίμ-αγά με τα πιο κάτω λόγια:
Μουσελίμ-αγάς: Έχω στο νου μου πίσκοπε να σφάξω, να κρεμάσω
Τζι αν ι-μπορώ που τους Ρωμιούς την Τζύπρον να παστρέψω
Τζι ακόμα αν ι-μπόρεια τον κόσμο να γυρίσω,
Έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω.
…………………………..
Κυπριανός: Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζαιρη του κόσμου
Κανένας δεν ευρέθηκεν για να την ι-ξηλείψει,
Κανένας, γιατί σιέπει την που τα ’ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί , όντας ο κόσμος λείψει.
………………………….
Σφάξε μας ούλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζι
Κάμε τον κόσμο ματζελειόν τζαι τους Ρωμιούς τραούλια,
Αμμά’ ξέρε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν
Τριγύρω του πετάσσονται τρακόσια παραπούλια.
Το νιν αντάν να τρω’ την γην , τρώει την γην θαρκέται
Μα πάντα τζείνον τρώεται τζαι τζείνον καταλυέται.

* Συνταξιούχος εκπαιδευτικός
Μελέτη από το βιβλίο του Γιάννη Κατσούρη «Βασίλης Μιχαηλίδης, η ζωή και το έργο του»

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy