Βουλή: Καμία διαρροή εγγράφων από το Αρχείο μέχρι τους βουλευτές

Δεν υπήρξε διαρροή των εγγράφων για τις πολιτογραφήσεις από τους εμπλεκόμενους υπηρεσιακούς παράγοντες της Βουλής, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από την εσωτερική έρευνα που διενήργησε η Βουλή των Αντιπροσώπων, με εντολή του Προέδρου του σώματος, όπως ανακοίνωσε ο Γενικός της Διευθυντής, Σωκράτης Σωκράτους.

Σε διάσκεψη Τύπου σήμερα, στην παρουσία του Προέδρου της Βουλής, παρουσία των τριών νομικών που γνωμοδότησαν προς το σώμα για την έρευνα της Αστυνομίας για την διαρροή εμπιστευτικών εγγράφων στο κανάλι Al Jazeera, Ανδρέα Αγγελίδη, Κρις Τριανταφυλλίδη και Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, ο Πρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Συλλούρης εξέφρασε την ετοιμότητά του να βοηθήσει με «τον σωστό συνταγματικό τρόπο» που θα υποδειχθεί από την Αστυνομία.

Ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής ανέφερε ότι σύμφωνα με τα όσα δήλωση η επικεφαλής του Αρχείου, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες «με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επανειλημμένα συγκεκριμένοι δύο Κοινοβουλευτικοί συνεργάτες επικαλούμενοι οδηγίες συγκεκριμένου Βουλευτή παραλήπτη, ζήτησαν να διαπιστώσουν κατά πόσο κάποια ονόματα αλλοδαπών περιλαμβάνονταν στα έγγραφα τα οποία απέστειλε το Υπουργείο Εσωτερικών στη Βουλή». Σύμφωνα με τον κ. Σωκράτους, η πρόσβαση δόθηκε στους συνεργάτες, όχι όμως και οποιαδήποτε έγγραφα.

Στις επανειλημμένες ερωτήσεις δημοσιογράφων για να αποκαλύψει το όνομα ή τον κομματικό χώρο του εν λόγω Βουλευτή, ο Πρόεδρος της Βουλής αρνήθηκε, λέγοντας ότι, όπως έκανε και σε προηγούμενες περιπτώσεις, το θέμα επαφίεται στον συγκεκριμένο Βουλευτή να προβεί σε κάποια δήλωση, εφόσον το επιθυμεί. Οι νομικοί σύμβουλοι που ήταν παρόντες σημείωσαν και την νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων που καλύπτει την μη αναφορά του ονόματος ή/και του πολιτικού χώρου.

Οι νομικοί σύμβουλοι επεσήμαναν επίσης πως το θέμα της έρευνας της Αστυνομίας εντός της Βουλής εμπίπτει του ζητήματος της διάκρισης των εξουσιών και ανάφεραν ότι για να γίνει έρευνα πρέπει να προηγηθεί αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα προς το Ανώτατο Δικαστήριο για άρση της βουλευτικής ασυλίας συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων Βουλευτών.

Η απόσπαση στοιχείων με λανθασμένο τρόπο, πρόσθεσαν, μπορεί να «μολύνει την διαδικασία» ενώπιον Δικαστηρίου – εάν φτάσει μέχρι εκεί – και να μείνουν ατιμώρητοι λόγω προβληματικής διαδικασίας, αυτοί που δεν θα έπρεπε. Τόσοι οι τρεις νομικοί, όσο και ο κ. Συλλούρης είπαν ότι η γνωμάτευση δεν έγινε για να φέρει εμπόδια στην αστυνομική έρευνα, αλλά για να υποδείξει ποιος είναι ο σωστός τρόπος.

Σωκράτους για εσωτερική έρευνα Βουλής

Ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής ανάφερε ότι η έρευνα της Βουλής εσωτερικά, διενεργήθηκε μεταξύ 7 και 11 Σεπτεμβρίου και αφορούσε αποκλειστικά υπηρεσιακούς παράγοντες γι’ αυτό και «δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για διαρροή εγγράφων εκ μέρους Βουλευτών». Όπως είπε, συνολικά 6 άτομα από το υπηρεσιακό προσωπικό της Βουλής, είχαν πρόσβαση στο περιεχόμενο των εμπιστευτικών εγγράφων: ο Γενικός Διευθυντής, η ιδιαιτέρα του Γενικού Διευθυντή, η Διευθύντρια της Υπηρεσίας Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, η Γραμματέας της Επιτροπής Εσωτερικών, η επικεφαλής του Αρχείου της Βουλής και ένα μέλος του προσωπικού του Αρχείου.

Ο κ. Σωκράτους εξήγησε την διαδικασία που ακολουθεί η Βουλή όταν παραλάβει έγγραφα με την ένδειξη «Εμπιστευτικό», σημειώνοντας ότι χρειάζεται να γίνει μελέτη ώστε τα διαβαθμισμένα έγγραφα οποιασδήποτε διαβάθμισης να έχουν ειδικό χειρισμό, αλλά και να είναι επιλεγμένα πράγματι στη βάση της εμπιστευτικότητας».

«Στη βάση της διαδικασίας που εφαρμόστηκε και με την έρευνα που έκανα, το συμπέρασμά μου είναι ότι καμία διαρροή δεν έγινε μέχρι του σημείου που το Αρχείο παρέδιδε τους φακέλους στους Βουλευτές. Εξάλλου κανένας από τους λειτουργούς της Βολής, πλην της υπεύθυνης του Αρχείου και των Βουλευτών δεν είχαν την επιστολή που δημοσιοποιήθηκε από τον Al Jazeera. Οι λειτουργοί δεν διαβίβασαν το έγγραφο σε κανένα άτομο, είτε Βουλευτή, είτε μέλος του προσωπικού, είτε σε άλλη κυβερνητική υπηρεσία, είτε σε εκπροσώπους οποιουδήποτε ΜΜΕ, πέραν των τελικών παραληπτών μελών της Βουλής» είπε.

Ο κ. Σωκράτους αναφέρθηκε στη συνέχεια στη μαρτυρία της επικεφαλής του Αρχείου για τους δύο κοινοβουλευτικούς συνεργάτες συγκεκριμένου Βουλευτή, τον οποίο δεν κατονόμασε και επανέλαβε ότι από την έρευνα «μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε διαρροή των εγγράφων γα τις πολιτογραφήσεις από τους εμπλεκόμενους στον χειρισμό τους υπηρεσιακούς παράγοντες της Βουλής. Όσον αφορά τα μέλη της Βουλής που ήταν οι τελικοί παραλήπτες των εγγράφων, δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα εφόσον η έρευνα εκ των πραγμάτων περιορίστηκε στην υπηρεσιακή διαχείριση».

Πρέπει να εφαρμοστεί το Σύνταγμα που δεν έγινε για να εμποδίζει τις έρευνες αλλά «από την άλλη οι έρευνες δεν πρέπει να παραγνωρίζουν τί λέει το Σύνταγμα και πως πρέπει να συμπεριφέρονται προς την Βουλή και τους θεσμούς», δήλωσε από την πλευρά του ο Πρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Συλλούρης.

Κληθείς να πει το όνομα του Βουλευτή, ο κ. Συλλούρης είπε ότι προτίθεται, όπως έκανε και σε άλλες περιπτώσεις δημοσιοποίησης ονομάτων, να φωνάξει τον Βουλευτή πρώτα και να του παραθέσει την μαρτυρία της τέως  υπεύθυνης του Αρχείου, που έχει αφυπηρετήσει και να δώσει ο ίδιος το όνομά του στην δημοσιότητα εάν το επιθυμεί. Ο νομικός Κρις Τριανταφυλλίδης είπε ότι καλύπτεται η μη αναφορά από το νόμο περί προσωπικών δεδομένων και ο Ανδρέας Αγγελίδης μίλησε για στοιχείο που προέκυψε και μπορεί να αποτελέσει αφορμή για την Αστυνομία να λειτουργήσει κατά τρόπο που υπαγορεύεται από το Σύνταγμα.

Ο κ. Συλλούρης είπε ότι πρόκειται για ένα εύρημα και ο ίδιος δεν λέει αν είναι κάποιος ένοχος ή αθώος. Σημείωσε ότι πρόκειται για έναν εκ των 18 Βουλευτών που είχαν στην κατοχή τους τα εμπιστευτικά έγραφα και ήθελε να κάνει περαιτέρω έρευνα. «Εγώ δεν ξέρω τί αξία έχει αυτό το εύρημα. Ίσως αυτό, συνδυαζόμενο με άλλα ευρήματα της Αστυνομίας να έχει σημασία, ίσως και όχι. Αλλά από μόνο του δεν αποδεικνύει και τίποτα». Θα προστατεύσει, είπε, τον Βουλευτή μέχρι να αποφασίσει ο ίδιος να μιλήσει ή άλλοι με άλλους τρόπους να ερευνήσουν.

Ερωτηθείς για τα επόμενα βήματα, είπε ότι θα τα βρει η Νομική Υπηρεσία, η Αστυνομία ή οποιοσδήποτε άλλος θεσμός, λαμβάνοντας υπόψη και την γνωμάτευση των νομικών του συμβούλων, την εσωτερική έρευνα και την καλή του διάθεση να βοηθήσει και έχοντας υπόψη τους το Σύνταγμα.

Στην ερώτηση εάν οικειοθελώς θα έδιδε η Βουλή κάποια έγγραφα στην Αστυνομία για σκοπούς έρευνας και αν στο πλαίσιο των εσωτερικών διαδικασιών, υπάρχει το ενδεχόμενο να περιλάβει Βουλευτές, ο Δημήτρης Συλλούρης απάντησε: «Το δεύτερο όχι, το πρώτο 10 φορές όχι. Η Βουλή δεν είναι ιδιοκτησία μου, δεν μπορώ αυτόβουλα, αυθαίρετα, [να πω] ελάτε σπίτι μου. Είναι το σπίτι υπό άλλη έννοια εδώ και 30 χρόνια. Και είναι ένας λόγος περισσότερο να σέβομαι περισσότερο το Σύνταγμα και το τί σημαίνει Βουλή σε μια Δημοκρατία».

Ο κ. Τριανταφυλλίδης, παρεμβαίνοντας είπε ότι μπορεί κάποιο κόμμα να δώσει τα έγγραφα που κατέχει στην Αστυνομία, όπως έκανε η ΕΔΕΚ, αλλά διατύπωσε την άποψη ότι εάν η Αστυνομία πάει στο δικαστήριο υπόθεση με βάση εκείνα τα έγγραφα που δόθηκαν, έστω αυτόβουλα, από πολιτικό κόμμα, επειδή η βουλευτική ασυλία δεν είναι ιδιοκτησιακό στοιχεία, αλλά συνταγματικά δικαίωμα, «μπορεί εκείνα τα έγγραφα να είναι στιγματισμένα γιατί δεν προηγήθηκε άρση της βουλευτικής ασυλίας και να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν».

Νομικοί – δικηγόροι

Εκ των νομικών, ο Ανδρέας Αγγελίδης είπε ότι η Βουλή είναι μια από τις τρεις διακρινόμενες εξουσίες, ένα συλλογικό όργανο από 56 Βουλευτές, και το διάβημα προς τον Γενικό Διευθυντή της Βουλής αποτελούσε έναρξη ποινικής ανάκρισης ενδεχόμενου ποινικού αδικήματος και θα έπρεπε να εφαρμοστεί η διαδικασία που προβλέπεται από το Σύνταγμα με διάβημα του Γενικού Εισαγγελέα προς τον Ανώτατο Δικαστήριο.

Ο Κρις Τριανταφυλλίδης δήλωσε ότι η ανάγκη προσφυγής στο Ανώτατο για άρση της βουλευτικής ασυλίας Βουλευτή ή Βουλευτών που η Αστυνομία θέλει να ανακρίνει για να δει με ποιον τρόπο και από ποιους έγινε η διαρροή, με κανένα τρόπο δεν εμποδίζει την έρευνα για το θέμα. Δεν πρέπει να υπάρχει η εντύπωση ότι το Σύνταγμα ή η γνωμάτευσής τους, πρόσθεσε, εμποδίζουν την έρευνα, αλλά αντίθετα «λέμε ότι η δουλειά της Αστυνομίας πρέπει να γίνει σωστά», ώστε αν η υπόθεση καταλήξει στα δικαστήρια να μην υπάρξει πρόβλημα γιατί δεν ακολουθήθηκε για παράδειγμα η σωστή, συνταγματικά, διαδικασία.

Ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης ανάφερε ότι στη γνωμάτευση περιλαμβάνεται έρευνα και σε άλλα συστήματα δικαίου και σε αντίστοιχες περιπτώσεις, σημειώνοντας ότι η συγκεκριμένη περίπτωση για την Κυπριακή Δημοκρατία συμβαίνει για πρώτη φορά στα 60 χρόνια. Στον Καναδά, την Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειου και αλλού, πρόσθεσε, υπήρξαν παρόμοιες περιπτώσεις λέγοντας ότι σε όλα αυτά τα κράτη «γίνεται αποδεκτό ότι στα πλαίσια της διάκρισης των εξουσιών δεν είναι νοητό, η εκτελεστική εξουσία μέσω της Αστυνομίας, να στέλνει απλά ένα διάταγμα στη Βουλή, να μπαίνει μέσα και να παίρνει έγγραφα».

Υπάρχουν κανόνες και στα περισσότερα κράτη, είπε ο κ. Αιμιλιανίδης, έχουν γίνει ειδικά πρωτόκολλα μεταξύ Αστυνομίας και Βουλής και καθορίζουν με ποιον τρόπο διεξάγεται η ανάκριση και το ανακριτικό έργο.

Ο σεβασμός της ανεξαρτησίας του κάθε θεσμού, συνέχισε, είναι θέμα διασφάλισης της Δημοκρατίας και είναι θεμελιώδες.

Για την διαδικασία επί της άρσης βουλευτικής ασυλίας ο κ. Τριαναφυλλίδης εξήγησε κατόπιν ερωτήματος ότι το αίτημα θα πρέπει να διαβιβαστεί από τον Γενικό Εισαγγελέα, και να είναι συγκεκριμένο, προς το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο και θα αποφασίσει λαμβάνοντας υπόψη τη θέση Βουλευτών και της Βουλής, αν συμφωνήσουν ή όχι. Αν δεν συμφωνήσουν θα πρέπει να γίνει δίκη για την άρση της ασυλίας, που είναι συνταγματικό δικαίωμα, πρόσθεσε.

Αν δεν διασφαλιστεί διάταγμα από το Ανώτατο η Αστυνομία δεν μπορεί να κάνει έρευνα στην Βουλή, σημείωσε ο κ. Αγγελίδης, λέγοντας ότι το Σύνταγμα λέει ρητά ότι «η Βουλή ρυθμίζει τα του οίκου της». Ο κ. Αιμιλιανίδης ανέφερε επίσης ότι υπάρχει διαφοροποίηση στην ασυλία που αφορά πολιτικές υποθέσεις.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy