Γραμμές /Ορίζοντας

Βρύση θνητή

Έφτιαχνα καφέ και σκεφτόμουν τι να κάνουν ο Ακίν από το Νταρφούρ του Σουδάν,                                                                                                                                     ο Λι από το Σουόνγκ Τονγκ της Κίνας, η Ρούνε Όμα από το Τόκιο της Ιαπωνίας,                                                                                                                                  η Σονγκ Ιμ από τη Ν. Κορέα, ο Τοντ από το Οχάιο, η Σάλυ από το Σίντνεϊ,                                                                                                                                          ο Αμπντάλα από το Αρμπαΐν, ο φίλος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του από το Ιράκ,

που είχα γνωρίσει στη Χαϊδελβέργη και δεν θυμάμαι πώς ακριβώς χαθήκαμε,

τι να κάνουν η Έλιε κι ο Τομ από τη Ρώμη (περιπλανώνενοι που έμειναν για λίγες ημέρες σ’ ένα αντίσκηνο στο χωράφι μας)· ο Τομ έπλεκε πουλόβερ για την Έλιε κι η Έλιε μου μάθαινε ιταλικά,

το ” να ζει κανείς ή να μη ζει” το αναρωτήθηκα και στα ιταλικά από τα δεκαπέντε μου

τι να κάνει ο Πωλ που ο παππούς του ήταν από την Γκάνα της Αφρικής και που ο ίδιος μεγάλωσε στο Λονδίνο κι είχαν έρθει μαζί με το Μαρκ, έναν κατάξανθο Εγγλέζο κι έμειναν κι αυτοί για λίγες μέρες σ’ ένα αντίσκηνο στο χωράφι μας κι εγώ είχα φτιάξει ένα πορτρέτο του Πωλ με μολύβι και κάρβουνο που το πήρε μαζί του και ξανάρθε μόνος του μετά από δυο χρόνια όταν εγώ ήμουν πια δεκαοχτώ και μου είπε “δεν ξέρεις πόσο νοσταλγώ κάποτε αυτό τον κήπο κι αυτή την ησυχία”

τι να κάνουν ο Σοφοκλής κι η Χριστίνα που συγκατοικήσαμε για ένα διάστημα σ’ ένα διαμέρισμα κοντά στην Πλατεία Βικτωρίας, τους θυμάμαι μπλεγμένους στο κρεβάτι,

να πίνουν μέρες και νύχτες, μήνες και χρόνια ώσπου ο Σοφοκλής είπε:

“είναι η τελευταία μου ευκαιρία” κι έκοψε τα μακριά του γένια και μαλλιά για να συνεχίσει τις σπουδές του στη σχολή πλοιάρχων κι η Χριστίνα τρόμαξε γιατί αντίκρισε έναν νεαρό που δεν γνώριζε· η κοκκινομάλα Χριστίνα, η αναρχική των δύο κόσμων, έγινε καθηγήτρια Αγγλικών και στο τελευταίο μας μεθύσι (που δεν γνωρίζαμε πως

ήταν το τελευταίο), χρόνια πριν από αυτό τον αιώνα, είπε “ξέρεις είναι κοντά ο καιρός που θα μπορούν να μας εντοπίσουν ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο μέρος, ακόμα κι αν θελήσουμε να χαθούμε στην έρημο ή στη ζούγκλα. Έχουν όλα αμετάκλητα αλλάξει”

-δεν ξέρω αν ζουν κι αν είναι καλά-

Έγινε ο καφές και δεν ήξερα τι να κάνω με τον ήλιο πωρωμένο μέχρι τη σκόνη των βελόνων του και με τη λύπη για τη θνητή βρύση που κλείνει προτού έρθει η ώρα της

για να πεθάνει.

Ρωξάνη Νικολάου

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy