Ξαφνική αγάπη Ταγίπ Ερντογάν για τη Δύση

Στο νέο κτίριο της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας στην Άγκυρα η ορχήστρα θα παίζει έργα μεγάλων κλασικών της Δύσης

Του ειδικού μας συνεργάτη, Βαγγέλη Αρεταίου

Καθώς ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται κάτω από αυξανόμενες πιέσεις εκ μέρους των ΗΠΑ -όπου μέσω του αμυντικού προϋπολογισμού δρομολογήθηκαν κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας- και εκ μέρους της ΕΕ -όπου οι κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας ενδέχεται να δρομολογηθούν και όχι να επιβληθούν- τα «ανοίγματα» προς τη Δύση που προσπαθεί να κάνει καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο φάσμα. Από τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου μέχρι την ανάκληση του «Ορούτς Ρέις» και… τη μουσική.

Ο Τούρκος Πρόεδρος, στην προσπάθειά του να διασκεδάσει τις ανησυχίες της Δύσης και να δείξει πόσο φιλελεύθερος και ανοιχτός σε άλλες κουλτούρες είναι, και κυρίως στη δυτική, ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες ότι στο νέο κτίριο της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας στην Άγκυρα η ορχήστρα θα παίζει έργα μεγάλων κλασικών της Δύσης.

Η τοποθέτηση αυτή του Τούρκου Προέδρου προκάλεσε πολλά σχόλια στον αντιπολιτευόμενο Τύπο και στα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς θεωρήθηκε ως ακόμα μια άκομψη και ρηχή προσπάθεια εντυπωσιασμού. Προσπάθεια η οποία σχολιάστηκε από πολλούς ως ενδεικτική της ευρύτερης αντίληψης του Τούρκου Προέδρου για το πώς χειρίζεται τις σχέσεις του με τη Δύση, στις οποίες ο Πρόεδρος της ΕΕ, Σαρλ Μισέλ, αναφέρθηκε ως παιχνίδι «γάτας και ποντικιού».

Η στροφή του Ταγίπ Ερντογάν και στη μουσική έφερε στο προσκήνιο το πόσο διαφορετικές και αντικρουόμενες ρητορικές υιοθετεί ο Τούρκος Πρόεδρος ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλά και πόσο βαθιά βρίσκεται ακόμα ένα μέρος της τουρκικής κοινωνίας σε έναν μακροχρόνιο πολιτισμικό πόλεμο.

Το ΑΚΡ πάντα παρουσιαζόταν ως ο εκπρόσωπος των «μαύρων» Τούρκων

Ο Τούρκος Πρόεδρος, από την αρχή της πολιτικής του καριέρας μέχρι σήμερα, έχει υιοθετήσει συμβολικές πράξεις και σύμβολα, τα οποία έρχονται να αμφισβητήσουν την προσπάθεια εκδυτικισμού που συστηματικά κατέβαλε η κεμαλική Τουρκία. Από την ένδυση μέχρι την μουσική.

Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι ο δεύτερος Πρόεδρος της Τουρκίας που ορκίστηκε χωρίς φράκο, ο πρώτος ήταν ο ασήμαντος Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ, εκπληρώνοντας μια υπόσχεση που είχε δώσει πριν πολλά χρόνια στους οπαδούς του και πυροδοτώντας τότε πολλά σχόλια και αναλύσεις.

Το ΑΚΡ πάντα παρουσιαζόταν ως ο εκπρόσωπος των «μαύρων» Τούρκων, αυτών δηλαδή που θεωρούν τους εαυτούς τους ως τους «αυθεντικούς» Τούρκους, οι οποίοι αντλούν την κουλτούρα τους και την ταυτότητά τους από την Ανατολία και το Ισλάμ, σε αντίθεση με τους «άσπρους Τούρκους», τους «κεμαλιστές», οι οποίοι είναι δυτικόφιλοι και τα τελευταία χρόνια οι «ισλαμιστές» τούς κατηγορούν ότι είναι «πουλημένοι στη Δύση».

Η μουσική πάντα ήταν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο «πεδίο μάχης» στον «πόλεμο» ανάμεσα στις δύο πλευρές, στην «Ισλαμική περιφέρεια» και το «κεμαλικό κέντρο», όπως όλες οι τέχνες και οι κανόνες αισθητικής.

Απλοποιώντας τις καταστάσεις και τις δυναμικές στην Τουρκία σήμερα, οι «αυθεντικοί» Τούρκοι ακούνε τουρκική μουσική οθωμανική και αραμπέσκ, μια ανατολίτικη συναισθηματική «λαϊκή» μουσική, ενώ οι «δυτικόφιλοι» «κεμαλιστές» ακούνε μουσική δυτικού τύπου, από κλασική μέχρι ροκ. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνικές δυναμικές είναι πολύ πιο πολύπλοκες, αλλά αυτές είναι οι τυπικές «διαχωριστικές γραμμές» στη μουσική αισθητική σε σχέση με την πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική προέλευση.

Μουσικοί… και ιδεολογικοί πόλεμοι!

Η μουσική ήταν ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχόλησαν την κεμαλική επανάσταση, ακολουθώντας την ιδεολογία του Τούρκου ποιητή και κοινωνιολόγου Ζιγιά Γκοκάλπ, ενός από τους «πρωτεργάτες» του τουρκικού εθνικισμού. Ο Γκιοκάλπ θεωρούσε ότι η μουσική είναι ένας από τους πυλώνες πάνω στους οποίους θα πρέπει να οικοδομηθεί η νέα, τότε, τουρκική εθνική ταυτότητα, μακριά από ό,τι θεωρείτο ως «οθωμανικό» και «βυζαντινό». Η κεμαλική επανάσταση θεώρησε ότι ο νέος Τούρκος θα πρέπει να ακούει δυτική μουσική, διότι είναι «ορθολογική» αλλά και παραδοσιακή μουσική της Ανατολίας, η οποία όμως θα πρέπει να είναι ενορχηστρωμένη ως δυτική. Η άποψη αυτή επιβλήθηκε συστηματικά αφήνοντας στο περιθώριο όλες τις άλλες μορφές μουσικής. Το 1971, όταν ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, ο λόγιος καθηγητής λογοτεχνίας Ταλάτ Χαλμάν, πρότεινε να παιχτεί ένα κονσέρτο τουρκικής κλασικής μουσικής στο κρατικό ωδείο, προκλήθηκε μείζον πολιτικό και ιδεολογικό ζήτημα. Επικεφαλής όλων όσων αντέδρασαν σε κάτι τέτοιο ήταν η διάσημη βιολονίστρια, εκπαιδευμένη στην Ευρώπη, Σουνά Καν, η οποία με επιστολή της εξέφρασε την πλήρη αντίθεσή της στο να παιχτεί μια «πρωτόγονη, μονοφωνική» μουσική.

Ανατολίτικη μουσική στο «κέντρο»

Οι δεκαετίες του ’70, ’80 και ’90 άλλαξαν τα πράγματα, ενώ είδαν επίσης την άνοδο του αραμπέσκ, το οποίο έγινε η βασική μουσική των κοινωνικών τάξεων της «περιφέρειας», των λιγότερο μορφωμένων, αυτών που δεν ήταν στις τουρκικές ελίτ. Το αραμπέσκ έχει μεν ένα έντονο ανατολίτικο στοιχείο, το οποίο είναι πλήρως αποδεκτό από την κλασική θεώρηση του κεμαλικού τουρκικού εθνικισμού, αλλά έχει και ένα έντονο «ισλαμικό» στοιχείο, το οποίο δεν ήταν ούτε ιδεολογικά ούτε ταξικά αποδεκτό.

Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν με τον Τουργκούτ Οζάλ και φυσικά με την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, καθώς, σταδιακά, ενώ η κλασική δυτική μουσική άρχισε να μπαίνει στο περιθώριο, η πιο ανατολίτικη ερχόταν στην «καρδιά» της Τουρκίας, όπου σήμερα υπερισχύει σαφώς έναντι της δυτικής μουσικής, η οποία, μέσω άλλων ρευμάτων, όπως παλαιότερα η heavy metal και σήμερα η hip hop και η rap, έχει μεταμορφωθεί σε μια μουσική αντίστασης και αμφισβήτησης του καθεστώτος.

Η δήλωση του Ταγίπ Ερντογάν για την κλασική δυτική μουσική έρχεται σε μια στιγμή όπου η πόλωση στην Τουρκία αντανακλάται σε όλους τους τομείς και φυσικά και στη μουσική. Και όπως είπαν στη «Χαραυγή» έμπειροι παρατηρητές της τουρκικής κοινωνίας, αναδεικνύει πόσο ρηχή είναι αυτή η ξαφνική αγάπη του Τούρκου Προέδρου για τη Δύση.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy