Υπερασπιστήκαμε την πατρίδα, αλλά ήταν όλα προδομένα!

Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που πρόσφεραν τα νιάτα τους και τις ζωές τους για την υπεράσπιση της πατρίδας μας, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο μετά το προδοτικό πραξικόπημα.

Ανάμεσα σε αυτούς και οι Τζιοβάνης Χριστοδούλου και Σάββας Ηλία. Με ειλικρίνεια και με έντονο το συναίσθημα ότι έπραξε το καθήκον του, λόγω της αγάπης του για την Κύπρο, ο κ. Χριστοδούλου γέννημα του 1953 και με καταγωγή από την Ορόκλινη εξιστορεί στη «Χαραυγή» τις δικές του ηρωικές προσπάθειες, την αιχμαλωσία του από τον τουρκικό στρατό που διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, αλλά και τα εμπόδια που ύψωναν οι προδότες εις βάρος της πατρίδας μας. Μας παραθέτει τα όσα βίωσε από την πρώτη στιγμή που πληροφορήθηκε από τη μητέρα του την εισβολή του τουρκικού στρατού καθώς τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου έτρεξε να καταταγεί ως έφεδρος στρατιώτης στο 226 Τ.Π

 

 

  • «Πολέμησα στην εισβολή, βίωσα την αιχμαλωσία και λέω ότι πρέπει να δώσουμε τα χέρια Ε/κ και Τ/κ»
  • «Έπιασαν τον πάτερ του χωριού και τον σκότωσαν μετά από δύο μέρες βασανιστήρια »
  • «Οι αξιωματικοί μάς πληροφόρησαν ότι είχαν οδηγίες να μην πυροβολούμε τα αεροπλάνα γιατί είναι ελληνικά»
  • «Είμαι ένας άνθρωπος που βασανίστηκε από τους Τούρκους, αλλά δεν θέλω να βιώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου αυτά που βίωσα»

 

Του Κωστή Πιτσιλλούδη

Ο Τζιοβάνης Χριστοδούλου μόλις έμαθε ότι μαινόταν εισβολή έτρεξε στο Τάγμα του και αφότου προμηθεύτηκε ένα οπλοπολυβόλο bren, επιβιβάστηκε σε ένα Land Rover, με κατεύθυνση την Αλυκή Λάρνακας. Κατά το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, μεταφέρθηκαν σε πρόχωμα από την πλευρά της Αλυκής βάλλοντας κατά της τ/κ συνοικίας της πόλης. Οι μάχες διήρκεσαν δύο μέρες και μετά την παράδοση των Τ/κ μεταφέρθηκαν και πάλι στη Μεραρχία της Αλυκής.

«Το πρωί της 22ης Ιουλίου, ένας Έλληνας αξιωματικός μού πρότεινε να γίνω λοχίας, λόγω της δράσης μου στη μάχη. Εγώ αρνήθηκα και του απάντησα πως, είτε ως απλός στρατιώτης είτε ως λοχίας, θα διευθύνω την ομάδα μου», πρόσθεσε.

Κατά τις 4μ.μ. δέχθηκαν εντολή να πάνε στην Κλαυδιά, ένα αμιγώς τ/κ χωριό στην επαρχία Λάρνακας, με διοικητή της αποστολής τον αδελφό του πραξικοπηματία Μιχαήλ Γεωργίτση. Φθάνοντας στο κέντρο της κοινότητας μπήκε σε ένα μικρό σπίτι για να προστατευτεί από τυχόν εχθρικά πυρά και εκεί συνάντησε έναν ηλικιωμένο Τ/κ που είχε στα γόνατά του ένα μικρό παιδί.

«Με άπταιστα ελληνικά με ρώτησε από πού είμαι, εγώ του απάντησα από την Ορόκλινη, τότε αυτός μου είπε ότι είχε έναν καλό φίλο από το χωριό μου, τον Δημήτρη τον Τοουλαρά, που ήταν ο πατέρας μου και έτσι αρχίσαμε τη συζήτηση και μου ανέφερε πως η νεολαία της Κλαυδιάς είχε φύγει», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Γνωστοποίησε ότι ο, τρία χρόνια αργότερα θανατοποινίτης ΕΟΚΑβητατζής, Κυριάκος Κουππής πήρε τον αγροφύλακα και τον κοινοτάρχη του χωριού για να τους εκτελέσει με ένα πιστόλι, όμως ήρθαν υψηλόβαθμοι ΟΗΕδες με ένα Land Rover και τον άρπαξαν από τους ώμους, γλιτώνοντάς τους από βέβαιο θάνατο.

Μετά από διανυκτέρευση δύο ημερών στο στρατόπεδο της Αλυκής, την 24η Ιουλίου, ο Τ. Χριστοδούλου μεταφέρθηκε στην Αγλαντζιά και μετά στις 30 του μηνός στο Παλαίκυθρο. «Εκεί πρέπει να ήμασταν πέραν των 4.000 στρατιωτών από διάφορες ειδικότητες», εξήγησε.

Το βράδυ της 13ης Αυγούστου, ανέφερε ο Τ. Χριστοδούλου, ήρθαν εκσκαφείς και άνοιξαν χαρακώματα ύψους περίπου ενάμιση μέτρο και ο λοχαγός του Τάγματος τούς συνέστησε να κοιμηθούν ετοιμοπόλεμοι, δηλαδή με τα άρβυλα και τα όπλα γεμάτα. Πράγματι, κατά τις 4:30 το πρωί της επόμενης ημέρας τουρκικά αεροπλάνα άρχισαν την προέλαση από τον Πενταδάκτυλο και αμέσως έτρεξαν στα χαρακώματα. «Οι αξιωματικοί όμως μάς πληροφόρησαν ότι είχαν οδηγίες να μην πυροβολούμε τα αεροπλάνα γιατί είναι ελληνικά», τόνισε. Ερωτηθείς εάν φαίνονταν τα διακριτικά των αεροπλάνων, ο Τ. Χριστοδούλου απάντησε πως ναι ήταν ευδιάκριτα και πως βομβαρδίζανε θέσεις που βρισκόταν η Εθνική Φρουρά.

Γύρω στις 8:30, εξιστόρησε, βρέθηκαν στη Μια Μηλιά, όπου με τη διμοιρία του έλαβαν θέσεις σε ένα ανάχωμα. «Μετά από λίγη ώρα, ένας στρατιώτης από τον Μαζωτό φώναξε πως ακούει τανκς να έρχονται και τότε αντικρίσαμε δεκάδες τούρκικα τανκς να καταφθάνουν προς το μέρος μας. Ο Ανθυπολοχαγός, αφότου κάλεσε τη Διοίκηση, μας πληροφόρησαν να μην ανοίξουμε πυρ διότι είναι ελληνικά τα τανκς», ανέφερε.

«Τα τανκς άρχισαν να μας βάλλουν, συνοδευόμενα από αεροπορία. Οπισθοχωρήσαμε προς το Τραχώνι της Λευκωσίας αλλά λίγο πριν φθάσουμε στο Τραχώνι, μέσα σε έναν ελαιώνα στο Νέο Χωριό, δεχθήκαμε πυρά από τουρκικά αεροπλάνα. Μαζί μας ήταν και μία οικογένεια. Η κόρη τους, ηλικίας περίπου 20-22 χρονών, έπεσε νεκρή από πυροβολισμό αεροπλάνου», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Κατά το απόγευμα, αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς το Παλαίκυθρο, όπου και διανυκτέρευσαν στο σχολείο της κοινότητας, στην οποία υπήρχαν περίπου 2.000 άτομα.

Το πρωί της 15ης Αυγούστου πληροφορήθηκαν ότι έρχονταν οι Τούρκοι και πήραν ποδήλατα για να πάνε στο σημείο και να τους αντιμετωπίσουν. «Αντικρίσαμε μία φάλαγγα πολλών χιλιομέτρων με τούρκικα φορτηγά και τανκς, συνοδευόμενη από πεζικό, ελικόπτερα και αεροπλάνα», συμπλήρωσε. Μέχρι λίγο μετά το μεσημέρι, οι Τούρκοι κατάφεραν να μπουν στο χωριό όπου και προέβησαν σε πλιάτσικο. «Έπιασαν τον πάτερ του χωριού και τον σκότωσαν μετά από δύο μέρες βασανιστήρια», τόνισε.

Οι Τούρκοι στρατιώτες, κατά τις 16:00 τους μάζεψαν σε ένα χωράφι, αφήνοντάς τους εκεί μέχρι το επόμενο πρωί, χωρίς φαγητό και νερό. Τη 17η του μηνός τους μετέφεραν στο γνωστό γκαράζ του «Παυλίδη».

«Στο γκαράζ, μας επέβλεπαν Τ/κ αστυνομικοί, που μας κτυπούσαν συχνά. Στις 29 Αυγούστου μάς μετέφεραν στην Κερύνεια όπου και διανυκτερεύσαμε σε ένα σχολείο. Την επόμενη ημέρα, λίγο πριν μας βάλουν σε ένα οχηματαγωγό πλοίο, Τούρκοι στρατιώτες μάς έδωσαν τσιγάρα και μας είπαν να χαμογελούμε γιατί είχε δημοσιογράφους που έβγαζαν φωτογραφίες. Σε αντίθετη περίπτωση, μας είπαν ότι θα μας κτυπούσαν», ανέφερε.

Στην Τουρκία, αποβιβάστηκαν σε άγνωστο αμμώδες μέρος και μετά από διαδρομή περίπου 80 χιλιομέτρων βρέθηκαν στα Άδανα, όπου και ξυλοκοπήθηκαν από όχλο που τους περίμενε.

Στις φυλακές σημείωσε ότι τα βασανιστήρια διεξάγονταν επί καθημερινής βάσεως. Τους κτυπούσαν αδιακρίτως – με τα χέρια, με τα πόδια, με τα κοντάκια, προκαλώντας πολλές φορές ανεπανόρθωτες ζημιές. Χαρακτηριστική περίπτωση, ανάφερε, ήταν ο συχνός ξυλοδαρμός ενός εγχειρισμένου 60χρονου που διέμενε μαζί με τον Τ. Χριστοδούλου. «Μία μέρα, μου είπε “δεν αντέχω άλλο” και όταν ήρθαν να τον κτυπήσουν, μπήκα μπροστά να τον προστατεύσω. Τότε, έφαγα κλοτσιές, κοντακιές και μπουνιές από τους Τούρκους», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Μία μέρα τον άρπαξαν από το κελί του και τον πήραν για ανάκριση που διήρκεσε επτάμισι ώρες. «Στην αίθουσα, υπήρχαν αρκετοί Τούρκοι αξιωματικοί και ένας Τ/κ μεταφραστής. Όταν τους είπα ότι είμαι από την Ορόκλινη, τότε ένας εκ των ανακριτών, με ρώτησε επανειλημμένα εάν γνώριζα για τη δολοφονία των 11 Τ/κ που διαπράχθηκε από ακροδεξιά στοιχεία το 1964 στην κοινότητα. Εγώ απάντησα ότι ήμουν μόλις 11 χρονών και ότι δεν γνώριζα κάτι. Μετά από πολλές ώρες, κατόπιν αρκετού ξυλοδαρμού, όπου μεταξύ άλλων με έσπρωξαν από τις σκάλες με αποτέλεσμα να γεμίσει όλο μου το κορμί πληγές και αίματα, με οδήγησαν σε εκτελεστικό απόσπασμα. Με έστησαν στον τοίχο και με σημάδεψαν. Εν τέλει δεν πυροβόλησαν, ίσως το έκαναν για εκφοβισμό», υπογράμμισε.

Στις 20 Οκτωβρίου μεταφέρθηκε από τις φυλακές των Αδάνων στη Λευκωσία από όπου και απελευθερώθηκε.

Ο Τζιοβάνης Χριστοδούλου ανέφερε ότι για να βρούμε μία λύση στο Κυπριακό, πρέπει να παραδεχθούν και οι δύο κοινότητες πως έκαναν λάθη και να απολογηθούν οι υπαίτιοι, να αφήσουν στην άκρη την Ένωση και τη διχοτόμηση και να δώσουν τα χέρια. «Είμαι ένας άνθρωπος που βασανίστηκε από τους Τούρκους, αλλά δεν θέλω να βιώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου αυτά που βίωσα. Θέλω να δώσουμε τα χέρια και να ζήσουμε σε μια πατρίδα με ασφάλεια», κατέληξε.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy