Του Πάνου Τριγάζη*
Λίγοι θυµήθηκαν ότι η τελευταία εβδοµάδα του Οκτώβρη ήταν η καθιερωµένη από τον ΟΗΕ Εβδοµάδα ∆ράσης για τον Αφοπλισµό.
∆υστυχώς, γινόµαστε µάρτυρες της στρατιωτικοποίησης της διεθνούς ζωής, µε συνέπεια την αύξηση των παγκόσµιων στρατιωτικών δαπανών το 2020 σε περίπου δύο τρισεκατοµµύρια δολάρια, για την ακρίβεια 1.981 δισεκατοµµύρια, µε το 62% αυτής της δαπάνης να αναλογεί στις ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία, Ρωσία και Βρετανία. Η πρόκληση είναι ότι την πρώτη χρονιά της πανδηµίας κατεγράφη αύξηση των δαπανών αυτών κατά 2,6%, ενώ το παγκόσµιο ΑΕΠ µειώθηκε κατά 4,4% (Ετήσια Έκθεση του SIPRI).
Εδώ και δεκαετίες οι παγκόσµιες στρατιωτικές δαπάνες έχουν υπερβεί κατά πολύ τα επίπεδα του Ψυχρού Πολέµου εις βάρος ζωτικών αναγκών των λαών και των κοινωνιών. Το χειρότερο είναι ότι σηµειώνεται στρατιωτικοποίηση και της σκέψης των ανθρώπων, που για κάθε διεθνές πρόβληµα σκέφτονται τις στρατιωτικές λύσεις, ενώ οι ειρηνικές θεωρούνται ευχολόγιο. Αυτό έχει ως συνέπεια η ισχύς των χωρών να µετριέται µόνο µε στρατιωτικούς όρους, όχι µε τα ειρηνικά τους επιτεύγµατα και τη διπλωµατία.
Αποκαλυπτική από την άποψη αυτή είναι η επιχειρηµατολογία της κυβέρνησης Μητσοτάκη υπέρ των πρόσφατων αµυντικών συµφωνιών της χώρας µας µε τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, που συνοδεύονται από αντιλήψεις στρατιωτικής υπεροχής έναντι της Τουρκίας και αυταπάτες περί διεθνούς αποµόνωσης της γειτονικής χώρας, την ώρα που όλο το διεθνοπολιτικό και διπλωµατικό βάρος της Ελλάδας θα έπρεπε να πέφτει στην αναζήτηση ειρηνικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβληµάτων µε ορίζοντα τη Χάγη.
Ξεχνούν κάποιοι δήθεν διεθνολόγοι κάτι που ο κορυφαίος Έλληνας τραπεζίτης, Άγγελος Αγγελόπουλος, µε θητεία στο ΕΑΜ, έλεγε το 1989, ότι «τον Ψυχρό Πόλεµο δεν τον κέρδισε ούτε η Αµερική ούτε η Σοβιετική Ένωση, αλλά η Γερµανία και η Ιαπωνία, οι οποίες αναδείχθηκαν σε οικονοµικές υπερδυνάµεις επειδή υποχρεώθηκαν σε σχεδόν µηδενικά ποσοστά στρατιωτικών δαπανών µετά την ήττα τους στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο».
Ως σύγχρονο φιλειρηνικό κίνηµα, θεωρούµε ότι ειρήνη δεν είναι µόνο η απουσία του πολέµου. Γι’ αυτό, πέραν των αντιπολεµικών µας δράσεων, αναδεικνύουµε τις σχέσεις ειρήνης-δηµοκρατίας, ειρήνης-ανθρωπίνων δικαιωµάτων, ειρήνης-οικολογικής προστασίας. Έχουµε επίγνωση ότι η αυξανόµενη διεθνής στρατιωτικοποίηση τροφοδοτεί και την άνοδο της ακροδεξιάς σε πολλές χώρες, καθώς στο δικό της DNA είναι η κουλτούρα της βίας. Αυτήν ευνοεί και η δεξιά αντίληψη περί νόµου και τάξης, που επιτρέπει στην Αστυνοµία να πυροβολεί κατά ρυπάς εναντίον νεαρών Ροµά, θεωρούµενων a priori υπόπτων για παραβατική συµπεριφορά. Η απάντηση δεν µπορεί να είναι άλλη από την προώθηση τόσο στις κρατικές δοµές όσο και στην κοινωνία του προγράµµατος της UNESCO για µια Κουλτούρα Ειρήνης και Μη Βίας, που απευθύνεται στη νέα γενιά και την εκπαιδευτική κοινότητα.
Υπενθυµίζω και στους οπαδούς της βίαιης επανάστασης ότι και η µη βία, συνοδευόµενη από δράσεις πολιτικής ανυπακοής, µπορεί να είναι επαναστατική και νικηφόρα, όπως συνέβη στην Ινδία το 1947.
* Μέλος του Συµβουλίου του ∆ιεθνούς Γραφείου Ειρήνης (ΙΡΒ)
