Ζητήματα Ιδεολογίας: Διαλεκτικός Υλισμός-Νόμος της άρνησης της άρνησης

Ένας από τους βασικούς νόµους της διαλεκτικής, ο οποίος εκφράζει τη συνέχεια της εξέλιξης, τη σχέση του νεοεµφανιζόµενου µε το προϋπάρχον του, την επαναληπτικότητα µερικών ποιοτικών χαρακτηριστικών σε ένα υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης.

Στη βάση του νόµου της άρνησης της άρνησης θεµελιώνεται ο προοδευτικός χαρακτήρας της ανάπτυξης προς µια κατεύθυνση, αποκλείοντας όµως µια ατέρµονη κυκλική πορεία, δηλαδή µια στασιµότητα που απλώς δηµιουργεί τη φαινοµενικότητα της κίνησης.

Την αυτοανάπτυξη προκαλούν οι εσωτερικές αντιθέσεις

Στη διαλεκτική µε τον όρο άρνηση υποδηλώνεται η µετατροπή ενός υποκειµένου σε ένα άλλο µε την ταυτόχρονη «καταστροφή» ή την «εκµηδένιση» του πρώτου. Μια τέτοια «καταστροφή» όµως ανοίγει τον ορίζοντα για την περαιτέρω ανάπτυξη και ταυτόχρονα εµφανίζεται ως ο συνδετικός κρίκος µέσω του οποίου το θετικό περιεχόµενο του καταστρεφόµενου αντικειµένου διαπερνά στο περιεχόµενο του νεοεµφανιζόµενου.

Η διαλεκτική άρνηση είναι το αποτέλεσµα των εσωτερικών νοµοτελειών του φαινοµένου και εµφανίζεται ως η ίδια η αυτοαναίρεσή του. Από αυτόν τον ουσιαστικό χαρακτηρισµό της αυτοαναίρεσης εκπηγάζει και η ιδιαιτερότητα της ανάπτυξης, εκφραζόµενης από τη διπλή άρνηση ή όπως προσδιορίζεται από την άρνηση της άρνησης. Εποµένως, η αυτοανάπτυξη του αντικειµένου προκαλείται από τις εσωτερικές του, σύµφυτες αντιθέσεις, όπου προϋπάρχει η αυτοάρνησή του.

Η αντίθεση επιλύεται στη διαδικασία κίνησης του αντικειµένου, πράγµα που προσδιορίζει την εµφάνιση ενός «τρίτου» αντιθέτου σε σχέση µε τα δύο πρώτα, που απάρτιζαν την πρωταρχική αντίθεση. Επειδή όµως τα αρχικά αντίθετα όχι µόνο αλληλοαποκλείονται, αλλά και αλληλοδιαπερνιούνται το ένα µε το άλλο, αντικειµενικά το «τρίτο» αντίθετο είναι µια τέτοια άρνηση, η οποία εµφανίζεται ως σύνθεση των δύο πρώτων.

Οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις, που έχουν γεννήσει το αντικείµενο όχι µόνο δεν εξαφανίζονται µε την ανάπτυξή του µέσα στο χρόνο, αλλά συνεχίζουν να αναπαράγονται από αυτό το ίδιο, διαµορφώνοντας την επιστροφή του στην αρχική του υπόσταση.

Για να γίνει αντιληπτό το νόηµα της διαλεκτικής άρνησης παρατίθεται το κλασικό παράδειγµα µε τους σπόρους του κριθαριού. Αν λοιπόν οι σπόροι του κριθαριού καβουρδιστούν και αλεστούν στο µύλο, απλώς κατασκευάζουµε «κριθαροκαφέ». Εδώ όντως έχουµε µια καταστροφή, που δεν µπορεί να δώσει την όποια ανάπτυξη στους σπόρους του κριθαριού. Αν όµως τους σπόρους του κριθαριού τους φυτέψουµε «καταστρέφονται», παίρνοντας όµως τη µορφή της καλάµης και του σταχυού. Άρα και στη µια και στην άλλη περίπτωση υπάρχει άρνηση (καταστροφή, εκµηδένιση) µε εντελώς διαφορετικό όµως περιεχόµενο. Η διαλεκτική άρνηση φυσικά είναι η δεύτερη περίπτωση.

Έτσι λοιπόν το αναπτυσσόµενο φυτό κριθαριού αποτελεί την άρνηση του κριθαρόσπορου. Η νέα ποιότητα που εµφανίζεται, αναπτύσσεται και τελικά απονεκρώνεται αφήνοντας όµως πίσω του καινούργιους σπόρους. Εποµένως, οι καινούργιοι σπόροι αποτελούν άρνηση του φυτού ή µε δύο λόγια άρνηση της άρνησης. Το φυτό αποτελεί την άρνηση (πρώτη) του σπόρου που φυτεύτηκε, ενώ οι καινούργιοι σπόροι αποτελούν την άρνηση (δεύτερη) του φυτού.

Παρά την «καταστροφή» του αρχικού σπόρου χαρακτηριστικά του µεταφέρονται µέσα από την πρώτη άρνησή του, η οποία τελικά αυτοαναιρείται (δεύτερη άρνηση) και µας δίνει νέους σπόρους, δηλαδή µια φαινοµενική επιστροφή προς τα πίσω, όµως σ’ ένα επίπεδο υψηλότερο (περισσότεροι σπόροι).

Με την καταστροφή του παλιού εµφανίζεται το νέο

Στην προκείµενη περίπτωση το νέο, αρνούµενο το παλιό, αναπτύσσει περαιτέρω (στο παράδειγµα αριθµητικά) τα θετικά χαρακτηριστικά του σπόρου. Άρα το αποτέλεσµα της όλης αντικειµενικής διαδικασίας που ρυθµίζεται µε βάση τον σχετικό διαλεκτικό νόµο είναι ότι η καταστροφή του παλιού σηµατοδοτεί την εµφάνιση του νέου.

Η ανάπτυξη στο παράδειγµα του κριθαρόσπορου δεν είναι µια κίνηση σε ευθεία γραµµή, ούτε απροσδιόριστη, αλλά πραγµατοποιείται µε τη µορφή του ελατηρίου, που ενώ φαινοµενικά επιστέφουµε στο αρχικό σηµείο εκκίνησης, την ίδια στιγµή ευρισκόµαστε σε ένα επίπεδο υψηλότερο.

Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουµε πως εµφανίζεται ο νόµος της άρνησης της άρνησης µέσα στην ανθρώπινη κοινωνία και πως εξηγείται η ανοδική εξέλιξή της, πάντα µε την ιδιοµορφία ότι ο άνθρωπος µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο µπορεί ως ένα βαθµό να επηρεάσει θετικά ή και αρνητικά τη δοσµένη εξέλιξη, να την επιταχύνει ή να την επιβραδύνει.

Ντµίτρι Πισάρεφ (1840 – 1868)

Ρώσος επαναστάτης-δηµοκράτης, διανοητής, κριτικός λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1840 στο Ζναµένσκοε (περιοχή Ορλώφ) και πνίγηκε στις 4 Ιουλίου 1868 στο Ντούµπελιν (κόλπος της Ρίγας). Συνεργάτης και ιδεολογικός υπεύθυνος του περιοδικού Ρούσκοε Σλόβα (Ρωσικός Λόγος). Για ένα άρθρο-προκήρυξή του, µε το οποίο καλούσε σε ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας και αλλαγή του κοινωνικο-οικονοµικού συστήµατος της χώρας ο Πισάρεφ κρατήθηκε από το 1862 µέχρι και το 1868 στο Φρούριο Πέτρου και Παύλου στην Πετρούπολη.

Από τα τέλη του 1861 ο Πισάρεφ πείθεται ότι στην τότε Ρωσία δεν υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για υλοποίηση επαναστατικών αλλαγών ένεκα της αδυναµίας της αγροτιάς να απελευθερωθεί και να οικοδοµήσει µια ελεύθερη κοινωνία. Επικεντρώνει τη δράση του στην επίλυση των προβληµάτων που αντιµετωπίζουν «οι πεινασµένοι και οι ρακένδυτοι», αλλά και στη διατήρηση του σοσιαλιστικού ιδανικού. Χωρίς να αρνείται τη χρήση της επαναστατικής βίας, εντούτοις προωθούσε την ιδέα του ούτω καλούµενου «χηµικού» δρόµου προς την επανάσταση, δηλαδή τις σταδιακές κοινωνικές αλλαγές, που θα συνέβαλαν στη διαφώτιση του λαού, στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (µέσω της διάδοσης της γνώσης) και στην καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζόµενων µαζών. Το καθήκον δε για τη συνεχή διαφώτιση του λαού ο Πισάρεφ το εναποθέτει στους «στοχαστικούς ρεαλιστές», που αποτελούσαν την πρωτοπόρα διανόηση της εποχής του. Κατά την εξέταση διαφόρων ζητηµάτων ο Πισάρεφ κλίνει προς το σενσουαλισµό (αισθησιαρχία), αλλά τοποθετείται αρνητικά ως προς τον εµπειρισµό, εµµένοντας στον δηµιουργικό ρόλο, που µπορεί να διαδραµατίσει ο οραµατισµός.

Το σύνθηµα του Πισάρεφ «αυτό που µπορεί να τσακιστεί, πρέπει να συνθλιβεί» εκφράζει πλήρως την ανειρήνευτη πάλη των δηµοκρατών-επαναστατών της δεκαετίας 1860 ενάντια στην απολυταρχία και τη δουλοπαροικία και το µίσος τους προς τον κοινωνικό παρασιτισµό και τη φιλελεύθερη προσαρµοστικότητα.

Σενσουαλισμός – Εμπειρισμός

Ο σενσουαλισµός (αισθησιαρχία, αισθησιοκρατία) είναι θεωρία στη γνωσιολογία, που αποδέχεται ότι οι αισθήσεις αποτελούν τη µοναδική πηγή γνώσης για τον άνθρωπο.

Εάν οι αισθήσεις γίνονται αντιληπτές ως η αντανάκλαση της αντικειµενικά υπάρχουσας πραγµατικότητας, τότε υπό κάποιες συγκεκριµένες προϋποθέσεις ο σενσουαλισµός µπορεί να οδηγήσει στον υλισµό (Χόλµπαχ, Ελβέτιος, Φόιερµπαχ). Εάν όµως οι αισθήσεις αντιµετωπίζονται µόνο ως υποκειµενικές, έξω από τις οποίες δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο ή ακόµα και αν υπάρχει είναι ως µη κατανοητό αντικείµενο (πράγµα στον εαυτό του), τότε ο σενσουαλισµός οδηγεί στον υποκειµενικό ιδεαλισµό (Μπέρκλεϋ, Χιουµ, Καντ, Μαχ).

Είναι γι’ αυτό που ο σενσουαλισµός από µόνος του δεν αποτελεί ακόµα έκφραση της υλιστικής γραµµής στη φιλοσοφία ή στην υλιστική αντίληψη του περιβάλλοντος κόσµου. Οι αισθήσεις του ατόµου µπορούν να αποτελούν µια απαραίτητη πλευρά στη διαδικασία της γνώσης µόνο υπό τις προϋποθέσεις της οργανικής σύνδεσής τους µε µια σειρά άλλες πλευρές, που συναποτελούν τη διαδικασία της γνώσης, όπως είναι η πρακτική, η αφηρηµένη σκέψη κ.ά. Ο εµπειρισµός επίσης είναι θεωρία στη γνωσιολογία, που θεωρεί την εµπειρία των αισθήσεων ως τη µοναδική πηγή της γνώσης και ταυτόχρονα εδραιώνει την άποψη ότι όλη η γνώση θεµελιώνεται από την εµπειρία και µόνο από αυτήν.

Ο ιδεαλιστικός εµπειρισµός περιορίζει την εµπειρία µέσα στο συνολικό πλαίσιο των αισθήσεων ή των παραστάσεων, που έχει ο άνθρωπος, αρνούµενος όµως ότι η θεµελιακή πηγή των εµπειριών είναι ο αντικειµενικά υπάρχων περίγυρος. Τουναντίον ο υλιστικός εµπειρισµός θεωρεί ακριβώς ότι πηγή των αισθήσεων είναι η αντικειµενική πραγµατικότητα, που περικλείει τον άνθρωπο και που υπάρχει ανεξάρτητα από τις αισθήσεις του. Ο εµπειρισµός αποδέχεται ότι το γενικό και απαραίτητο χαρακτηριστικό γνώρισµα της γνώσης προέρχεται όχι από τη νόηση, αλλά από την εµπειρία.

Την ίδια στιγµή όµως ο ορίζοντας του εµπειρισµού περιορίζεται από την υπερµεγέθυνση του ρόλου των αισθήσεων, δηλαδή της εµπειρίας από τη µια, αλλά και την υποτίµηση από την άλλη του ρόλου των θεωρητικών αφαιρέσεων και των θεωριών στην ίδια τη γνώση, καθώς και από την άρνηση του ενεργού ρόλου και τη σχετική αυτοτέλεια της ανθρώπινης σκέψης.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy