Πυξίδα/Ορίζοντας

Η ομιλία της Αννί Ερνώ για το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Στοκχόλμη, 7 Δεκεμβρίου 2022, Μετάφραση: Γιώργος Μελή

Από πού να ξεκινήσω; Αυτή την ερώτηση την έχω θέσει στον εαυτό μου δεκάδες φοράς μπροστά σε μια λευκή σελίδα. Σαν να έπρεπε να βρω τη φράση, τη μοναδική, που θα μου επέτρεπε να εισέλθω στη συγγραφή του βιβλίου και που θα απομάκρυνε με τη μία όλες τις αμφιβολίες – κάτι σαν κλειδί. Σήμερα, προκειμένου να αντιμετωπίσω μια κατάσταση την οποία, έχοντας περάσει την αρχική κατάπληξη – «είναι όντως σε μένα που συμβαίνει αυτό;» – η φαντασία μου μου υποβάλλει με αυξανόμενο φόβο, η ίδια ανάγκη με κατακλύζει. Να βρω τη φράση που θα μου δώσει την ελευθερία και τη σταθερότητα να μιλήσω χωρίς να τρέμω, σε αυτό τον τόπο που με προσκαλέσατε απόψε.

Αυτή τη φράση δε χρειάζεται να τη ψάξω για πολύ. Ξεπροβάλλει. Σε όλη της τη σαφήνεια, τη βία. Ακριβής, αδιάψευστη. Γράφτηκε πριν εξήντα χρόνια στο ημερολόγιό μου. Θα γράψω για να εκδικηθώ τη φυλή μου. Αντηχούσε την κραυγή του Ρεμπώ: «Είμαι από κατώτερη φυλή πάντα και για πάντα.» Ήμουν είκοσι δύο ετών. Ήμουν φοιτήτρια λογοτεχνίας σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο, ανάμεσα σε κορίτσια και αγόρια, ως επί το πλείστον, της τοπικής αστικής τάξης. Πίστευα περήφανα και αφελώς ότι το να γράφω βιβλία, το να γίνω συγγραφέας, ούσα η τελευταία στη σειρά ακτημόνων αγροτών, εργατών και μικροεμπόρων, ανθρώπων που περιφρονούνται για τους τρόπους τους, την προφορά τους, την έλλειψη μόρφωσης, θα αρκούσε για να αποκαταστήσω την κοινωνική αδικία που επέρχεται με τη γέννηση. Ότι η ατομική μου νίκη θα έσβηνε αιώνες κυριαρχίας και φτώχειας, σε μια ψευδαίσθηση που το Σχολείο είχε ήδη συντηρήσει μέσα μου με την ακαδημαϊκή μου επιτυχία. Πώς η προσωπική μου επιτυχία θα μπορούσε να επανορθώσει τις υφιστάμενες ταπεινώσεις και προσβολές; Αυτό το ερώτημα δεν το έθεσα στον εαυτό μου; Είχα κάποιες δικαιολογίες.

Από τότε που έμαθα να διαβάζω, τα βιβλία ήταν οι σύντροφοί μου, το διάβασμα η φυσική μου απασχόληση εκτός σχολείου. Αυτή η όρεξη καλλιεργήθηκε από τη μητέρα μου η οποία, φανατική αναγνώστρια μυθιστορημάτων που διάβαζε στο κατάστημά της μεταξύ δύο επισκέψεων από πελάτες, προτιμούσε να διαβάζω παρά να ράβω και να πλέκω. Το κόστος των βιβλίων, η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζονταν στο θρησκευτικό μου σχολείο, τα έκανε ακόμη πιο επιθυμητά για μένα. «Δον Κιχώτης», «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», «Τζέιν Έιρ», τα παραμύθια των Γκριμ και του Άντερσεν, «Ντείβιντ Κόπερφιλντ», «Όσα παίρνει ο άνεμος», αργότερα «Οι Άθλιοι», «Τα σταφύλια της οργής», «Η ναυτία», «Ο ξένος» : η τύχη περισσότερο από τις υποδείξεις του Σχολείου, καθόριζαν τις αναγνώσεις μου.

Διαλέγοντας να σπουδάσω φιλολογία, επέλεξα να παραμείνω μέσα στη λογοτεχνία, η οποία είχε γίνει το πράγμα με τη μεγαλύτερη αξία, ακόμη κι ένας τρόπος ζωής που με οδήγησε να προβάλλω τον εαυτό μέσα στα μυθιστορήματα του Φλωμπέρ ή της Βιρτζίνια Γουλφ και να τα ζω κυριολεκτικά. Ένα είδος ηπείρου που ασυνείδητα έθετα σε αντίθεση με το κοινωνικό μου περιβάλλον. Και έβλεπα τη γραφή ως τη μόνη πιθανότητα μεταμόρφωσης της πραγματικότητας.

Δεν ήταν η απόρριψη του πρώτου μου μυθιστορήματος από δύο ή τρεις εκδότες – ενός μυθιστορήματος του οποίου το μοναδικό προσόν ήταν η αναζήτηση μιας νέας φόρμας – που έκαμψε την επιθυμία και την υπερηφάνεια μου. Επρόκειτο για καταστάσεις ζωής όπου το βάρος της διαφοράς μεταξύ του να είσαι γυναίκα και να είσαι άντρας γινόταν έντονα αισθητό σε μια κοινωνία όπου οι ρόλοι καθορίζονταν από το βιολογικό φύλο, η αντισύλληψη ήταν απαγορευμένη και η διακοπή της εγκυμοσύνης αποτελούσε έγκλημα. Παντρεμένη με δύο παιδιά, καθηγήτρια στο επάγγελμα και το φορτίο της οικογενειακής φροντίδας, απομακρυνόμουν όλο και περισσότερο από τη συγγραφή και την υπόσχεσή μου να εκδικηθώ τη φυλή μου. Δεν μπορούσα να διαβάσω την παραβολή «Ενώπιον του νόμου» από τη Δίκη του Κάφκα χωρίς να δω σε αυτή την ενσάρκωση της μοίρας μου: να πεθάνω χωρίς ποτέ να διαβώ την πύλη που φτιάχτηκε μόνο για μένα, το βιβλίο που μόνο εγώ μπορούσα να γράψω.

Αλλά αυτό γινόταν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι προσωπικές και ιστορικές συμπτώσεις. Ο θάνατος ενός πατέρα που αποβιώνει τρεις μέρες μετά την άφιξή μου στο σπίτι του για διακοπές, μια θέση καθηγήτριας σε τάξεις όπου οι μαθητές προέρχονται από λαϊκά στρώματα, που έχουν παρόμοιο κοινωνικό υπόβαθρο με μένα, παγκόσμια κινήματα διαμαρτυρίας: όλοι αυτοί οι παράγοντες με επανέφεραν μέσα από απρόβλεπτα και ευαίσθητα μονοπάτια στον κόσμο της καταγωγής μου, στη «φυλή» μου, και έδιδαν στη επιθυμία να γράψω ένα χαρακτήρα μυστικής και απόλυτης επείγουσας ανάγκης. Αυτή τη φορά δεν επρόκειτο να ασχοληθώ με τα απατηλό «γράφω για το τίποτα» των είκοσι μου χρόνων, αλλά να βυθιστώ στο ανείπωτο μιας καταπιεσμένης μνήμης και να φέρω στο φως τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι άνθρωποί μου. Να γράψω για να καταλάβω τους λόγους μέσα και έξω από μένα που με είχαν απομακρύνει από την καταγωγή μου.

Στο γράψιμο καμία επιλογή δεν είναι αυτονόητη. Όσοι όμως, ως μετανάστες, δεν μιλούν πλέον τη γλώσσα των γονέων τους και όσοι, ως αποστάτες της κοινωνικής τους τάξης, δεν έχουν πιά ακριβώς την ίδια γλώσσα, σκέφτονται και εκφράζονται με άλλες λέξεις, αντιμετωπίζουν πρόσθετα εμπόδια. Ένα δίλημμα. Αισθάνονται πράγματι τη δυσκολία, ακόμη και την αδυναμία, να γράψουν στην επίκτητη, κυρίαρχη γλώσσα, την οποία έμαθαν να κατέχουν και θαυμάζουν μέσα από λογοτεχνικά έργα, για οτιδήποτε σχετίζεται με τον κόσμο της καταγωγής τους, αυτόν πρώτο κόσμο που αποτελείται από αισθήσεις και λέξεις που περιγράφουν την καθημερινή ζωή, τη δουλειά, τη θέση που κατέχουν στην κοινωνία. Από τη μια πλευρά είναι η γλώσσα στην οποία έμαθαν να ονομάζουν τα πράγματα, με τη βιαιότητα, τις σιωπές της, όπως για παράδειγμα εκείνη το τετ α τετ μεταξύ μητέρας και γιού στο πολύ όμορφο κείμενο του Αλμπέρ Καμύ «Μεταξύ Ναι και Όχι». Από την άλλη πλευρά, τα πρότυπα των θαυμαστών, εσωτερικευμένων έργων, εκείνων που διένοιξαν το πρωταρχικό σύμπαν και στα οποία νιώθουν υπόχρεοι για την ανύψωσή τους, τα οποία θεωρούν ακόμη και ως την πραγματική τους πατρίδα. Η δική μου περιλάμβανε τον Φλωμπέρ, τον Προυστ, τη Βιρτζίνια Γουλφ: όταν άρχισα να γράφω ξανά, αυτοί δεν με βοήθησαν καθόλου. Έπρεπε να ξεφύγω από την «καλή γραφή», την όμορφη πρόταση, αυτή που δίδασκα στους μαθητές μου, για να ξεριζώσω, να εκθέσω και να κατανοήσω τη ρήξη που με διαπερνούσε. Αυτό που μου ήρθε αυθόρμητα ήταν η βουή μιας γλώσσας που έφερε θυμό και χλευασμό, ακόμη και χοντροκοπιά, μια γλώσσα της υπερβολής και της εξέγερσης, που χρησιμοποιείται συχνά από τους ταπεινωμένους και τους προσβεβλημένους, ως η μόνη απάντηση στην ανάμνηση της περιφρόνησης, της ντροπής και της ντροπής για το αίσθημα ντροπής.

Πολύ γρήγορα επίσης, μου φάνηκε σαφές – σε σημείο που δεν μπορούσα να φανταστώ κανένα άλλο τρόπο να ξεκινήσω – να βασίσω την ιστορία της ρήξης της κοινωνικής μου υπόστασης στην κατάσταση στην οποία βρισκόμουν ως φοιτήτρια, την αποκρουστική κατάσταση στην οποία το γαλλικό κράτος καταδίκαζε ακόμη τις γυναίκες, την ανάγκη να αναζητούν παράνομες αμβλώσεις στα χέρια ανέντιμων γιατρών. Και ήθελα να περιγράψω όλα όσα συνέβησαν στο σώμα μου ως κορίτσι, την ανακάλυψη της ηδονής, την περίοδο. Έτσι σε αυτό το πρώτο βιβλίο, που εκδόθηκε το 1974, χωρίς να το γνωρίζω τότε, οριοθετήθηκε ο χώρος στον οποίο θα τοποθετούσα τη γραφή μου, ένας χώρος που ήταν τόσο κοινωνικός όσο και φεμινιστικός. Από εκείνη τη στιγμή, η εκδίκηση για τη φυλή μου και η εκδίκηση για το φύλο μου θα γίνονταν ένα.

Πώς μπορεί κανείς να σκεφτεί για τη ζωή χωρίς σκεφτεί για τη γραφή; Χωρίς να αναρωτηθεί αν η γραφή ενισχύει ή διαταράσσει τις αποδεκτές, εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις των όντων και των πραγμάτων; Η εξεγερσιακή γραφή, μέσω της βίας και του χλευασμού της, δεν αντανακλά μια στάση κυριαρχούμενων; Όταν ο αναγνώστης είναι ένα πολιτισμικά προνομιούχο άτομο, διατηρεί την ίδια θέση υπεροχής και συγκατάβασης απέναντι στο χαρακτήρα του βιβλίου, όπως θα το έκανε και στην πραγματική ζωή. Αρχικά, για να αποφύγω λοιπόν αυτό το βλέμμα σε σχέση με τον πατέρα μου, τη ζωή του οποίου ήθελα να αφηγηθώ, το οποίο θα ήταν αφόρητο και, όπως ένιωθα, μια προδοσία, υιοθέτησα από το τέταρτο βιβλίο μου και έπειτα, ένα ουδέτερο, αντικειμενικό ύφος γραφής, « επίπεδο », με την έννοια ότι δεν περιείχε μεταφορές ούτε σημάδια συναισθήματος. Η βία πλέον δεν επιδεικνυόταν, προερχόταν από τα ίδια τα γεγονότα και όχι από τη γραφή. Η εύρεση των λέξεων που περιέχουν τόσο την πραγματικότητα όσο και την αίσθηση που παρέχει η πραγματικότητα θα γινόταν, και παραμένει μέχρι σήμερα, το μόνιμο μέλημά μου όταν γράφω, ανεξαρτήτως θέματος.

Ήταν απαραίτητο για μένα να συνεχίσω να λέω «εγώ». Το πρώτο πρόσωπο – αυτό με το οποίο, στις περισσότερες γλώσσες, υπάρχουμε, από τη στιγμή που μαθαίνουμε να μιλάμε, μέχρι το θάνατο – θεωρείται συχνά στη λογοτεχνική του χρήση, ναρκισσιστικό όταν αναφέρεται στον συγγραφέα, όταν δεν πρόκειται για ένα «εγώ» που παρουσιάζεται ως φανταστικό. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το «εγώ» που μέχρι τότε ήταν προνόμιο των ευγενών που εξιστορούσαν τα κατορθώματα των όπλων σε απομνημονεύματα, στη Γαλλία είναι μια δημοκρατική κατάκτηση του 18ου αιώνα, η επιβεβαίωση της ισότητας των ατόμων και του δικαιώματος να είναι το υποκείμενο της  ιστορίας τους, όπως ισχυρίζεται ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ στο πρώτο προοίμιο των Εξομολογήσεων του: «Και ας μην αντιτείνει κανείς ότι, όντας μονάχα ένας άνθρωπος του λαού, δεν έχω τίποτα να πω που να αξίζει την προσοχή των αναγνωστών. […] Σε όποια αφάνεια κι αν έζησα, αν σκέφτηκα περισσότερο και καλύτερα από τους βασιλιάδες, η ιστορία της ψυχής μου είναι πιο ενδιαφέρουσα από εκείνη της δικής τους.»

Δεν ήταν αυτή η υπερηφάνεια των πληβείων που με παρακίνησε (αν και…), αλλά η επιθυμία να χρησιμοποιήσω το «εγώ» – μια μορφή τόσο αρσενική όσο και θηλυκή – ως ένα εργαλείο εξερεύνησης που συλλαμβάνει τις αισθήσεις, εκείνες που η μνήμη έχει θάψει, εκείνες που ο κόσμος γύρω μας δεν παύει να μας δίνει, παντού και πάντα. Αυτή η προϋπόθεση της αίσθησης έχει γίνει για μένα οδηγός και εγγύηση της αυθεντικότητας της αναζήτησής μου. Αλλά για ποιο σκοπό; Το ζήτημα δεν ήταν για μένα να αφηγηθώ την ιστορία της ζωής μου ούτε να απελευθερωθώ από τα μυστικά της, αλλά να αποκρυπτογραφήσω μια βιωμένη κατάσταση, ένα γεγονός, μια ερωτική σχέση, και να αποκαλύψω έτσι κάτι που μόνο η γραφή μπορεί να κάνει να υπάρξει και να περάσει, ίσως, σε άλλες συνειδήσεις, σε άλλες μνήμες. Ποιος θα μπορούσε να πει ότι η αγάπη, ο πόνος και το πένθος, η ντροπή, δεν είναι οικουμενικά; Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε: «Κανείς μας δεν έχει την τιμή να ζει μια ζωή που να είναι μόνο δική του». Καθώς όμως όλα τα πράγματα βιώνονται αναπόφευκτα με ατομικό τρόπο – «σε μένα συμβαίνει αυτό» – μπορούν να διαβαστούν με τον ίδιο τρόπο μόνο αν το «εγώ» του βιβλίου γίνει, κατά κάποιον τρόπο διαφανές, και το «εγώ» του αναγνώστη έρθει να το κυριεύσει. Αν αυτό το «εγώ» εν ολίγοις γίνει διαπροσωπικό, αν το ιδιαίτερο γίνει οικουμενικό.

Στη Σουηδική Ακαδημία μετά την ομιλία

Έτσι αντιλήφθηκα τη δέσμευσή μου στη συγγραφή, η οποία δεν συνίσταται στο να γράφω «για» μια κατηγορία αναγνωστών, αλλά «από» την εμπειρία μου ως γυναίκα και μετανάστρια του εσωτερικού, από τη μνήμη μου, η οποία τώρα γίνεται όλο και μεγαλύτερη, από τα χρόνια που έζησα, από το παρόν, ένα ατέλειωτο τροφοδότη  εικόνων και λόγων άλλων. Αυτή η δέσμευση ως υποθήκευση του εαυτού μου στη συγγραφή υποστηρίζεται από την πεποίθηση, που έχει γίνει βεβαιότητα, ότι ένα βιβλίο μπορεί να συμβάλει στην αλλαγή της προσωπικής ζωής του ατόμου, στη σύνθλιψη της μοναξιάς υφιστάμενων και καταχωνιασμένων εμπειριών, στο να σκεφτεί κανείς διαφορετικά. Όταν το ανείπωτο έρχεται στο φως, είναι πολιτική πραξή.

Το βλέπουμε σήμερα με την εξέγερση αυτών των γυναικών που βρήκαν τις λέξεις για να διαταράξουν την αντρική εξουσία και ξεσηκώθηκαν, όπως στο Ιράν, ενάντια στην πιο βίαιη και αρχαϊκή της μορφή. Γράφοντας σε μια δημοκρατική χώρα, εξακολουθώ, ωστόσο, να αναρωτιέμαι για τη θέση που καταλαμβάνουν οι γυναίκες, μεταξύ άλλων και στο λογοτεχνικό πεδίο. Η νομιμοποίηση τους να παράγουν έργα δεν έχει ακόμη αποκτηθεί. Υπάρχουν διανοούμενοι άντρες στη Γαλλία και σε όλο τον κόσμο για τους οποίους τα βιβλία που έχουν γραφτεί από γυναίκες απλώς δεν υπάρχουν, δεν τα αναφέρουν ποτέ. Η αναγνώριση του έργου μου από τη Σουηδική Ακαδημία είναι ένα μήνυμα δικαιοσύνης και ελπίδας για όλες τις γυναίκες συγγραφείς.

Μέσα από την αποκάλυψη του κοινωνικά ανείπωτου, αυτής της εσωτερίκευσης της ταξικής ή/και φυλετικής, καθώς και της έμφυλης κυριαρχίας, η οποία γίνεται αισθητή μόνο από εκείνους που είναι το αντικείμενό της, υπάρχει η δυνατότητα ατομικής αλλά και συλλογικής χειραφέτησης. Η αποκρυπτογράφηση του πραγματικού κόσμου απογυμνώνοντάς τον από τα οράματα και τις αξίες που η γλώσσα, η κάθε γλώσσα, φέρει μέσα της, σημαίνει διατάραξη της θεσμοθετημένης τάξης, ανατροπή των ιεραρχιών.

Δεν συγχέω όμως την πολιτική δράση της λογοτεχνικής γραφής, που υπόκειται στην πρόσληψη της από τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια, με τις θέσεις που αισθάνομαι υποχρεωμένη να πάρω σε σχέση με γεγονότα, συγκρούσεις και ιδέες. Μεγάλωσα στη μεταπολεμική γενιά, όπου ήταν δεδομένο ότι οι συγγραφείς και οι διανοούμενοι θα έπαιρναν θέση στη γαλλική πολιτική και θα συμμετείχαν σε κοινωνικούς αγώνες. Σήμερα, είναι αδύνατο να πούμε αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά χωρίς τα λόγια και την πολιτική τους στράτευση. Στο σημερινό κόσμο, όπου η πληθώρα των πηγών πληροφόρησης και η ταχεία αντικατάσταση των εικόνων από άλλες οδηγούν σε μια μορφή αδιαφορίας, το να επικεντρώνεσαι στην τέχνη σου είναι πειρασμός. Αλλά την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη – που εξακολουθεί να καλύπτεται από τη βία ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου με επικεφαλής τον δικτάτορα της Ρωσίας – παρατηρείται η άνοδος μια ιδεολογίας υποχώρησης και κλεισίματος, η οποία κερδίζει έδαφος σε χώρες που μέχρι τώρα ήταν δημοκρατικές. Βασισμένη στον αποκλεισμό των αλλοδαπών και των μεταναστών, στην εγκατάλειψη των οικονομικά αδύναμων, στην επιτήρηση του σώματος των γυναικών, επιβάλλει σε μένα, όπως και σε όλους εκείνους για τους οποίους η αξία του ανθρώπου είναι η ίδια, πάντα και παντού, ένα καθήκον επαγρύπνησης. Όσον αφορά το βάρος της διάσωσης του πλανήτη ο οποίος έχει καταστραφεί σε μεγάλη βαθμό από τις ορέξεις των οικονομικών δυνάμεων, δεν μπορεί να βαραίνει, όπως πολύ φοβάμαι, αυτούς που είναι ήδη εξαθλιωμένοι.

Απονέμοντάς μου την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση που μπορεί να υπάρχει, ρίχνεται ένα λαμπρό φως σε ένα συγγραφικό έργο και μια προσωπική αναζήτηση που διεξήχθησαν μέσα στη μοναξιά και την αμφιβολία. Αυτό το φως δε με θαμπώνει. Δεν θεωρώ την απονομή του βραβείου Νόμπελ ως ατομική νίκη. Δεν είναι ούτε από υπερηφάνεια ούτε από μετριοφροσύνη που το βλέπω, κατά κάποιο τρόπο, ως συλλογική νίκη. Μοιράζομαι την υπερηφάνεια γι’ αυτό με όσους και όσες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιθυμούν περισσότερη ελευθερία, ισότητα και αξιοπρέπεια για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το βιολογικό ή το κοινωνικό τους φύλο, το χρώμα του δέρματός τους και την κουλτούρα τους. Με όσους και όσες σκέφτονται τις μελλοντικές γενιές, τη διαφύλαξη μιας Γης όπου λίγοι διψασμένοι για κέρδη κάνουν τη ζωή όλο και λιγότερο βιώσιμη για όλους τους πληθυσμούς.

Αν ανατρέξω στην υπόσχεση που έδωσα στα είκοσι μου χρόνια να εκδικηθώ τη φυλή μου, δεν μπορώ να πω αν την έχω εκπληρώσει. Από αυτή την υπόσχεση, τους προγόνους μου, σκληρά εργαζόμενους άντρες και γυναίκες, που είχαν συνηθίσει σε δουλειές που τους έκαναν να πεθαίνουν νωρίς, πήρα αρκετή δύναμη και θυμό για να έχω την επιθυμία και τη φιλοδοξία να τους δώσω μια θέση στη λογοτεχνία, μέσα σε αυτό το σύνολο φωνών που, από πολύ νωρίς, με συνόδευε, δίνοντάς μου πρόσβαση σε άλλους κόσμους και άλλους τρόπους ύπαρξης, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της εξέγερσης εναντίον της λογοτεχνίας και τη θέλησή μου να την αλλάξω. Να εγγράψω τη φωνή μου ως γυναίκα και κοινωνική αποστάτρια σε αυτό που είναι πάντα ένας τόπος χειραφέτησης, τη λογοτεχνία.

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy