200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821: Απελευθέρωση με κοινωνικά στοιχεία

Του Μιχάλη Μιχαήλ

Συμπληρώνονται φέτος τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Μιας Επανάστασης που πρώτιστο στόχο είχε την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, αλλά ταυτόχρονα ανέδειξε και σημαντικά στοιχεία κοινωνικής πολιτικής. Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν, λοιπόν, μόνο εθνική αλλά είχε και τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Ένα χαρακτήρα που ελάχιστα αναδεικνύεται αφού στόχος της επίσημης ιστοριογραφίας είναι η ανάδειξη των ηρωισμών και των ανδραγαθημάτων και των «μεγάλων στιγμών της Επανάστασης» χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις εμφύλιες συγκρούσεις μεσούσης της Επανάστασης και στους λόγους που τις προκάλεσαν. Ακόμα κι όταν γίνει αναφορά σε αυτές τις πτυχές, φροντίζουν να τις καλύπτουν κάτω από τον βολικό ορισμό της «διχόνοιας». Μιας διχόνοιας που δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Θεωρούμε πως η πραγματική τιμή προς την Επανάσταση είναι η παράθεση των πραγματικών δεδομένων στην ολότητά τους που ασφαλώς δεν μπορούν να παρατεθούν σε ένα κείμενο περιορισμένης έκτασης. Ωστόσο, θα επιχειρήσουμε σε γενικές γραμμές να καλύψουμε αυτές τις πτυχές.

Τα δύο 1821

Έγραφε ο ιστορικός του ’21 Δημήτρης Φωτιάδης (1898-1988): «Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ’ αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. (…) Δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων». Ο δε Γιάννης Σκαρίμπας1 (1893 – 1984) έγραφε2 χαρακτηριστικά: «Το ’21, ήταν μια εθνικο-κοινωνική επανάσταση, η πρώτη και η τελευταία της Ιστορίας. Χτύπησε τον Κιουταχή και τον Δράμαλη, όσο και τον ντόπιο τσορμπατζή και τον δυνάστη. (…) Και ώστε, μια μόνον εθνική επανάσταση, χωρίς την κοινωνική καταξίωσή της, είναι μια ‘‘φαινομενοφάνεια’’ που μόνον αναγκαζόμενο το ‘‘κατεστημένο’’ την επιτρέπει; Έτσι είναι». Πιστεύουμε ότι οι δύο αυτές αναφορές δίνουν το πραγματικό στίγμα και πρέπει να παραδεχθούμε πως πολλοί ιστορικοί και συγγραφείς έχουν φέρει στην επιφάνεια πολλά νέα δεδομένα που αναφέρονται στους πυλώνες της Επανάστασης.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821

Η αναφορά και στον κοινωνικό χαρακτήρα της Επανάστασης δεν είναι μεταγενέστερη ανακάλυψη ή εφεύρεση. Ο Σερραίος επαναστάτης Ν. Κασομούλης, που ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης, γράφει ότι «ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευμένων λογιοτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησεν και εκίνησεν τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και τους Αρματολούς εις τα αίματα»3. Η Ελληνική Επανάσταση δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις άλλες επαναστάσεις και να διεξαχθεί έξω από τις συνθήκες της εποχής της. Η επαναστατική δραστηριότητα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εξελίχθηκε υπό οθωμανική κατοχή. Γι’ αυτό και αναλύοντας τα δεδομένα διαπιστώνουμε ότι επρόκειτο για μια αστικοδημοκρατική και εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση. Όπως σημειώνει ο Αναστάση Γκίκας4, όπως σε όλες τις αστικές επαναστάσεις, έτσι και στην ελληνική του 1821, πήραν μέρος, ως κινητήριες δυνάμεις, οι πλατιές μάζες της αγροτιάς, καθώς και η μικρή ακόμα αριθμητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες κ.ά.) με την κυρίαρχη θέση των νεοαστών που εκφράζονταν κυρίως από τους πλοιοκτήτες και τους έμπορους.

Η εμφάνιση της αστικής τάξης

Έξω από το επίσημο ιστορικό αφήγημα αφήνεται η γέννηση και η ανάπτυξη της αστικής τάξης στον ελληνικό χώρο που σημειώνεται τον 18ο αιώνα για μια σειρά λόγους. Μερικοί από αυτούς ήταν οι αλλαγές στο οικονομικό πεδίο της οθωμανικής περιόδου και η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου που άλλαξαν το επίπεδο της αγροτικής οικονομίας. Αυτό οδήγησε σιγά-σιγά στην εμφάνιση των κοτζαμπάσηδων που ήταν και ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης. Σημειώνει ο Β. Πατρώνης ότι το εξωτερικό εμπόριο του ελλαδικού χώρου «αυξήθηκε εντυπωσιακά την περίοδο 1750-1815». Η αύξηση αυτή «συνέβαλε αποφασιστικά στους οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς του ελλαδικού χώρου, με κύρια κατεύθυνση την εμπορευματοποίηση της παραγωγής, τη γενίκευση των χρηματικών ανταλλαγών και τη συγκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων στις πόλεις»5. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε επίσης και η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι (1793-1813) που επέτρεψαν6 και τη ραγδαία ανάπτυξη και κερδοφορία του ελληνικού εμπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου. Γι’ αυτό δεν ήταν τυχαία η αναφορά του Θ. Κολοκοτρώνη ότι «η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέοντας, έκαμε, κατά τη γνώμη μου, ν’ ανοίξουν τα μάτια του κόσμου»7. Ο Φ. Ένγκελς έγραφε στη New York Daily Tribune (19 του Απρίλη 1853): «Ποιοι είναι οι έμποροι στην Τουρκία; Ασφαλώς όχι οι Τούρκοι. (…) Οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Σλάβοι κι οι Φράγκοι, που ’ναι εγκατεστημένοι στα μεγάλα λιμάνια, έχουν όλο το εμπόριο στα χέρια τους (…). Όσο για την πρόοδο στον γενικό εκπολιτισμό, ποιος είναι ο φορέας της σ’ όλα τα μέρη της ευρωπαϊκής Τουρκίας; Όχι οι Τούρκοι, γιατί αυτοί είναι λίγοι και διασκορπισμένοι (…). Η ελληνική και σλαβική αστική τάξη σ’ όλες τις πόλεις και στα εμπορικά λιμάνια αποτελεί το αληθινό έρεισμα του όποιου πολιτισμού εισάγεται πράγματι στη χώρα».

Οι ιδέες του Ρ. Φεραίου

Ρόλο επίσης έπαιξαν και οι ιδέες του Διαφωτισμού και η Γαλλική Επανάσταση που κυριάρχησαν ως ιδεολογία της αστικής τάξης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξηγούνται και οι ιδέες του Ρήγα Φεραίου οι οποίες αποτυπώνονται στο «Σύνταγμα του Ρήγα», με το οποίο προβάλλει έναν τύπο άμεσης δημοκρατίας που στηρίζεται στις αντιλήψεις του Γάλλου Διαφωτιστή Ρουσό. Τα κύτταρα της Δημοκρατίας του είναι οι «τοπικές συναθροίσεις των πολιτών». Καμία θέση για οποιαδήποτε «επικρατούσα θρησκεία» δεν προβλέπεται στο σύνταγμα του Ρήγα. Ούτε λέξη για χριστιανισμό και ορθοδοξία! «Η Ελληνική Δημοκρατία (…) δεν θεωρεί τας διαφοράς των λατρειών με εχθρικόν μάτι» (…) «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς».

Η Φιλική Εταιρεία

Όλοι γνωρίζουμε ότι η προετοιμασία της Επανάστασης έγινε από τη Φιλική Εταιρεία, η οποία ήταν μία αστική οργάνωση. Μέλη της ήταν σημαντικοί έμποροι και τραπεζίτες όπως οι Α. Κροκίδας και ο Εμμ. Παππάς αντίστοιχα, εφοπλιστές (όπως οι Κουντουριώτης και Μεξής) κ.ο.κ. Μυήθηκαν επίσης και κοτζαμπάσηδες (όπως οι Π. Μαυρομιχάλης και Λόντος, οι Ρούφοι και οι Ζαΐμηδες), Φαναριώτες (όπως οι Μαυροκορδάτος, Νέγρης Νούτσος και Φιράρης) και άλλοι. Επίσης, στη Φιλική Εταιρεία μετείχαν και πολλοί Σέρβοι, Βούλγαροι, Μολδαβοί και Βλάχοι. Ο Ι. Φιλήμωνας αναφέρει ότι «αυτοί και όλοι εν γένει της Ευρώπης οι έμποροι, τότε έλαβον τον μέγαν ενθουσιασμόν και συναμιλλώμενοι τρόπον τινά συνέτρεξαν τεραστίως εις την υπόθεσιν του μέλλοντος πολέμου»8

Η στάση των κοινωνικών δυνάμεων και των θεσμών

Η επίσημη ιστοριογραφία παλεύει εδώ και 200 χρόνια να πείσει πως οι Έλληνες βρίσκονταν σε ένα κοινό ενιαίο μέτωπο. Όμως η πραγματικότητα δεν ήταν αυτή. Κυριαρχούσαν, εκτός από τον κοινό στόχο για απελευθέρωση και το ποιος θα επικρατήσει.

Η Εκκλησία: Μεγάλη συζήτηση γίνεται για τη στάση της επίσημης Εκκλησίας. Η οποία ως επικεφαλής των Ορθοδόξων στην αυτοκρατορία, κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες. Ανέπτυξε δεσμούς με το εμπορικό κεφάλαιο και εξελίχθηκε η ίδια σε οικονομική δύναμη και μαζί με όλα αυτά ήταν και επιφορτισμένη να διατηρεί την τάξη ανάμεσα στον πληθυσμό. Έτσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση. Σε αυτή την προσπάθεια επιστράτευσε τους αφορισμούς οι οποίοι δεν άφησαν ανέγγιχτους τους Αλ. Υψηλάντη, Μ. Σούτσο, Λ. Μπουμπουλίνα, Θ. Κολοκοτρώνη, τους Σουλιώτες κ.α. Η επίσημη ιστοριογραφία αιτιολογεί ότι η Εκκλησία δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά επειδή είτε είχε εξαναγκαστεί από τον Σουλτάνο, είτε επειδή δεν ήθελε να γίνουν σφαγές του Ποιμνίου. Όμως το ότι μέχρι σήμερα δεν έχει αρθεί ούτε ένας αφορισμός, αυτό λέει πολλά. Όπως έγραψε ο Α. Κοραής, η Εκκλησία «μάλλον ηθέλησε να κοιμήση την δικαίαν Γραικών αγανάκτησιν και να τους ημποδίση από το να μιμηθώσι τα σημερινά υπέρ της ελευθερίας κινήματα πολλών εθνών της Ευρώπης»9. Παράλληλα, όμως, υπήρξε ένα μέρος της κατώτερης εκκλησιαστικής ιεραρχίας που τάχθηκε με το μέρος της Επανάστασης και έλαβε ενεργό μέρος, όπως οι Φιλικοί Άνθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δίκαιος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης κ.ά.

Οι Φαναριώτες: Ήταν μια άλλη τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ανώτατα αξιώματα. Η στάση τους απέναντι στην Επανάσταση επίσης δεν ήταν ενιαία. Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι, όμως, υποστήριζαν μια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά.

Κλέφτες και αρματολοί: Οι κλέφτες ήταν κυρίως πρώην αγρότες ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι, είτε λόγω της φτώχειας είτε από αντίθεση στις οθωμανικές αρχές και τους κοτζαμπάσηδες (χριστιανούς και μουσουλμάνους), κατέφευγαν στην παρανομία. Οι αρματολοί ήταν κλέφτες που αμνηστεύονταν και επανεντάσσονταν στην οθωμανική νομιμότητα, επιφορτιζόμενοι με την τήρηση της τάξης σε συγκεκριμένες περιοχές. Σύμφωνα με τον Φίνλεϊ, «όπου η κυβέρνηση δεν δείχνει σεβασμό στη δικαιοσύνη, οι εκτός νόμου συχνά βρίσκουν υποστήριξη στις κατώτερες τάξεις του λαού, σα μέσον που διασφαλίζει την εκδίκηση ή επανορθώνει τα αφόρητα κοινωνικά κακά. Μια ζωή ανεξάρτητη, κι όταν ακόμα λεκιάζεται από το έγκλημα, πάντοτε διαχύνει κάποια γοητεία στα πνεύματα των καταπιεζομένων»10. Η διατάραξη των υφιστάμενων κοινωνικών ισορροπιών-συσχετισμών και οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν με την Επανάσταση άνοιξαν νέες προοπτικές για τους ενόπλους, οι οποίοι διεκδίκησαν την απεξάρτησή τους από πρότερες δεσμεύσεις εξουσίας (π.χ. τους προκρίτους), διεκδικώντας αυτόνομη πολιτική παρουσία και ρόλο.

Οι συγκρούσεις

Όλες αυτές οι αντιθέσεις εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και αργότερα, όταν ανακηρύχθηκε το πρώτο Ελληνικό Κράτος. Η σύγκρουση αυτή εκφράστηκε τόσο στο επίπεδο διαμόρφωσης των νέων επαναστατικών δομών και θεσμών (συντάγματα, διοίκηση κ.λπ.), όσο και στη διαπάλη για την εξουσία, που δεν άργησε μάλιστα να λάβει και ένοπλη μορφή (οι λεγόμενοι «εμφύλιοι»). Ακόμα και προεπαναστατικά, στη Συνέλευση της Βόστιτσας που έγινε από τους Φιλικούς από τις 26 έως τις 30 Ιανουαρίου του 1821, ο Παπαφλέσσας συγκρούστηκε με τους κοτζαμπάσηδες που ήταν από επιφυλακτικοί μέχρι αρνητικοί για την έναρξη της Επανάστασης. Ωστόσο, η Επανάσταση ξεκίνησε και πολλοί οπλαρχηγοί είχαν στραφεί και εναντίον των κοτζαμπάσηδων που κωλυσιεργούσαν11. Στη συνέχεια η Επανάσταση εξαπλώθηκε αστραπιαία. Η επίσημη κήρυξη της Επανάστασης έγινε στις 21 Μαρτίου από τον Φιλικό Π. Καρατζά στην Πάτρα. Στις 24 Μάρτη ξεκίνησε και η Επανάσταση στη Ρούμελη. Επομένως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η Επανάσταση ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος δήθεν ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης. Σημειώνεται ότι στα απομνημονεύματά του ο Π.Π. Γερμανός δεν αναφέρεται σε αυτό το γεγονός. Αυτή η αναφορά δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά έναν από τους πολλούς μύθους που κατασκεύασε η Εκκλησία για να δείξει ότι δήθεν ήταν επικεφαλής της Επανάστασης.

Ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις

Η Επανάσταση, λοιπόν, εκτός από τα κτυπήματα στην οθωμανική εξουσία, επέφερε και συγκρούσεις μεταξύ των επαναστατών. Ο Α’ Εμφύλιος Πόλεμος (Φθινόπωρο 1823 – Ιούλιος 1824) ξεκίνησε από τις διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β’ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος (18 Απριλίου 1823). Η πολιτική κρίση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 1824. Οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις ήσαν από τη μία πλευρά οι σημαντικότεροι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη («Αντικυβερνητικοί») και από την άλλη οι σημαντικότεροι πολιτικοί της Πελοποννήσου και οι νησιώτες («Κυβερνητικοί»). Το ρουμελιώτικο στοιχείο, που δεν είχε ενεργή ανάμειξη στη φάση αυτή, εκπροσώπησε ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης. Το θέατρο των επιχειρήσεων υπήρξε η Πελοπόννησος. Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν, γεγονός που οδηγεί στη δημιουργία δύο πόλων εξουσίας, ο ένας με έδρα το Κρανίδι («Κυβερνητικοί») και ο άλλος με έδρα την Τριπολιτσά («Αντικυβερνητικοί»). Η μία κυβέρνηση κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη, ενώ και οι δύο προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Βουλευτικού. Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των «Αντικυβερνητικών». Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο.

Β’ Εμφύλιος Πόλεμος (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825)

Το έναυσμα για τον δεύτερο εμφύλιο έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα για να επιβάλει τη θέληση της κυβέρνησης. Οι «κυβερνητικοί» υπό τον Παπαφλέσσα νικήθηκαν και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Κουντουριώτης έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα έξω από την Τριπολιτσά σκοτώνεται ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Γέρος του Μωριά συντετριμμένος από το θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, μετανιωμένος για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο. Η χαριστική βολή δόθηκε με την εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Με αρχηγούς τους Γκούρα και Καραϊσκάκη προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας. Οι συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα και τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη στις 6 Φεβρουαρίου 1825, ο οποίος φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Απρίλιο η κυβέρνηση κατάφερε να υποτάξει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που ήταν στο πλευρό του Κολοκοτρώνη και στους δύο εμφυλίους. Φυλακίστηκε στην Ακρόπολη και δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου 1825. Ο Κολοκοτρώνης είχε διαφορετική μοίρα. Αφέθηκε ελεύθερος την ίδια περίοδο, όταν οι πάντες είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Εθνικός Ξεσηκωμός. Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει τη μισή Πελοπόννησο και ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Γέρου του Μωριά έπρεπε να τεθεί και πάλι στη διάθεση της Επανάστασης.

1 Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός,
θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος.
2 «Το ’21 και η αλήθεια» ιστορικό δοκίμιο (1971–1977), «Το
’21 και η αριστοκρατία του» ιστορικό δοκίμιο (1978).
3 Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά, τ. Γ, 1942, σελ.
625-626.
4 Βλ. Αν. Γκίκας, Δρ Πολιτικών Επιστημών: «Ο Κοινωνικός
Χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821».
5 Β. Πατρώνη: «Η οικονομική “αναγέννηση” του 18ου
αιώνα», στο «Ε-Ιστορικά», 13 Γενάρη 2003, σελ. 8.
6 Δ. Βλάμη: «Το ελληνικό εμπόριο και οι Ναπολεόντειοι
πόλεμοι», στο «Ε-Ιστορικά», 6 Φλεβάρη 2003, σελ. 10.
7 Κολοκοτρώνης Θ., Διηγήσεις των συμβάντων της
Ελληνικής Φυλής, 1889, Εστία, σελ. 49.
8 Βλ. Φιλήμονος «Δοκίμιον περί της Ελληνικής
Επαναστάσεως», τ. Α, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά», σελ. 3
και «Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρίας», εκδ. «Θ. Κονταξή
και Ν. Πουλάκη», σελ. 192.
9 Από την «Αδελφική Διδασκαλία» του Α. Κοραή, όπως
παρατίθεται στο Στ. Παπαγεωργίου: «Από το Γένος στο
Έθνος: Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862»,
εκδ. «Παπαζήση», 2005, σελ. 75.
10 Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ.
«Κόσμος», 1954, τ. Α, σελ. 44.
11 Α. Φραντζή: «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης
Ελλάδος», τ. Α, σελ. 92-93.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy