Οι νεκροί μας έγιναν πλακάτ και αφίσες

«Οι νεκροί μας έγιναν πλακάτ και αφίσες»

«Φλοίσβος Συννέφων» εκδ. Βακχικόν 2018 του Γιώργου Φράγκου

Στην νέα του ποιητική συλλογή («Φλοίσβος Συννέφων» εκδ. Βακχικόν 2018) ο Γιώργος Φράγκος επιβεβαιώνει και σταθεροποιεί τις γλωσσικές, θεματικές και υφολογικές επιλογές που προσδιορίζουν το σύνολο του έργου του προεκτείνοντας ταυτόχρονα το ποιητικό του πεδίο. Μας φανερώνει τις αμφισημίες του παρελθόντος και του παρόντος, καθώς και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα ενός οικείου και ζωντανού κόσμου που είναι μαζί ατομικός και συλλογικός.

Η ποίηση του Φράγκου είναι έντονα αφηγηματική. Προτάσσει μια καλά επεξεργασμένη και εύστοχα λυρική εικονοποιία κατάφορτη συμβολισμών και εννοιών. Μια σκηνή, ένα στιγμιότυπο, ένα τοπίο απεικονίζουν τα χαρακτηριστικά και τις ποικίλες όψεις της συγκυρίας, παράγοντας στίχους υπογείως δραστικούς και υψηλής συγκινησιακής φόρτισης.

Το παρελθόν κινητοποιεί δημιουργικά τον ποιητή, ωθώντας τον όχι σε τακτοποίηση συσσωρευμένων εκκρεμοτήτων, αλλά σε λυτρωτικές παρά την οδυνηρότητά τους, καταβυθίσεις σε χώρους και εμπειρίες. Η συνεχής παλινδρομική κίνηση στο χρόνο αποτελεί τη γέφυρα που κτίζει προκειμένου να οδηγηθεί από το παρελθόν στο παρόν χωρίς μελαγχολικές αναπολήσεις ή εξιδανικεύσεις, εκφράζοντας το μετεωρισμό ανάμεσα στην πρότερη και την κατοπινή του ζωή. Κατά τη διαδικασία αυτή επιστρατεύει αξεχώριστα μοτίβα του τύπου ζωή/θάνατος, αλήθεια/ψέμα, οικείο/ξένο, τα οποία δεν αποτελούν αντιθετικά μεγέθη αλλά επώδυνες συζεύξεις που καθιστούν ευχερέστερη την κατανόηση της συνθετότητας της ζωής και της πνιγηρής καθημερινότητας.

Ο Φράγκος προσεγγίζει επίμονα το βαρύ φορτίο του τραυματικού εφηβικού βιώματος της απώλειας του σκαρπάρη (τσαγγάρη) πατέρα το οποίο δεν μπορεί να προσπεράσει. Καταφέρνει μάλιστα να αφαιρέσει την προσωρινότητα από το τραύμα και να το μεταλλάξει σε καθολική ανθρώπινη συνθήκη. Καθώς συσσωρεύεται ο χρόνος και αποστασιοποιείται από την απώλεια, η παρουσία του πατέρα μορφοποιείται σαν ένα χνάρι ανεξάλειπτο το οποίο ορθώνεται ανάμεσα στη θύμηση και στη δύσκολη καθημερινότητα στο οποίο καταφεύγει με κάθε αφορμή

«όταν με πιάνει σκοτοδίνη/ απ’ τα πολλά κτυπήματα/ σα θολώνει το βλέμμα μου/ από πλήγματα πλάγια, πισώπλατα/ κάθετα, μα προπαντός αναίτια/ αναλογίζομαι το σφυρί του πατέρα μου. Αυτό δεν θα καταδεχόταν/ τέτοιας λογής κτυπήματα./ Θα ανεβοκατέβαινε ευθυτενώς.»

Στην ποίησή του παρελαύνουν άνθρωποι απλοί, με αρχετυπικό βάθος, στους οποίους το ίχνος της φτώχειας και της ιστορίας έχει χαραχτεί βαθιά. Μέσω της ανάπλασης παιδικών αναμνήσεων, τραυματικών ή ευφρόσυνων βιωμάτων, τα πρόσωπα και τα πεπραγμένα τους αποκτούν φασματικά χαρακτηριστικά, φωτίζοντας την εποχή τους, την εξελικτική διαχρονία και τα διακυβεύματα της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας. Στους σπαραγμούς και τους καημούς, στις δραματικά μοναχικές και αδιέξοδες τροχιές τους, σ’ ένα κατά τα λοιπά γερά εγκατεστημένο και τακτοποιημένο κόσμο, αναδίδεται η ένσαρκη υπόστασή τους, η οποία συμπλέκεται αξεχώριστα με τη συλλογική μοίρα.

Επιλέγοντας το δρόμο του οδυνηρού στοχασμού αναψηλαφεί τα ανοικτά ακόμη τραύματα της ταραχώδους κυπριακής ιστορίας. Τιθασεύοντας την ένταση που παράγουν προβάλλει όχι μόνο ήττες και σπαραγμό, αλλά και εκπνοή παγιωμένων βεβαιοτήτων και διάψευση προσδοκιών. Καταφεύγει στη θολή και ανεπεξέργαστη σχέση με την ιστορία και τη μνήμη και με τη σκοπιά ενός μικρού παιδιού προσεγγίζει τα ζητήματα της βαρετής επαναληπτικής επετειακής καταφυγής σε δραματικά ιστορικά συμβάντα που κινδυνεύουν να περιπέσουν στην άγνοια και στη λήθη («Οι νεκροί μας έγιναν πλακάτ και αφίσες»).

Οι τόποι στην ποίηση του Φράγκου δεν είναι απλώς γεωγραφικά σημεία αλλά χώροι, φορτισμένοι ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά. Το καφενείο «Σπίτφαϊαρ» που χάσκει εγκαταλειμμένο στην πράσινη γραμμή στα τείχη της διαιρεμένης Λευκωσίας, αλλοτινό ζωντανό μέρος κοινωνικών συναναστροφών και αλληλοσυσχέτισης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αποτελεί σήμερα βαθιά πληγή στο κέντρο της πόλης που αντανακλά τα ίχνη του πολέμου και του διαμελισμού του τόπου.

«πάνε τώρα εξήντα χρόνια/ που δεν είναι πια ούτε καφενείο/ ούτε πολύ περισσότερο «σπίτφαϊαρ»/ παρά μόνο μια μετέωρη στιγμή/ στην αιωνιότητα.»

Στα πολιτικά του ποιήματα μέσα από τα φίλτρα του σαρκασμού και της ειρωνείας, με κοφτούς οξύτονους στίχους ξεδιπλώνει την κοινωνική του ευαισθησία. Στην ενότητα αυτή της ποίησης ανιχνεύεται η αύρα και η εμπειρία της δημοσιογραφικής ενασχόλησης του συγγραφέα. Στην καυτή ύλη της πολιτικής η ποιητική προσέγγισή του ορίζεται είτε από κατασταλαγμένα απεγνωσμένους στίχους, είτε από μια πικρή αισιοδοξία, είτε πάλι από μια διάθεση υπονόμευσης συμβατικών πρωτοκόλλων ή απατηλών περσόνων της σοβαρότητας.

«Οι συσκεπτόμενοι κουτουλούσαν στα έδρανα/ με βαριεστημάρα/ ώσπου εισέβαλαν στην αίθουσα συνεδριάσεων/ οι τηλεοπτικές κάμερες./ Με μιας απόκτησαν οι πάντες άποψη/ σφρίγος και κατηγορηματικότητα.»

Αμείωτα διαρκείς στην ποίηση του Φράγκου είναι οι άμεσες κοινωνικές αναφορές σε φλέγοντα και κρίσιμα προβλήματα όπως το προσφυγικό, με τις εκατόμβες των ναυαγών του Αιγαίου (Φλοίσβος κυμάτων/μοιρολόι αντί νανούρισμα), αποτέλεσμα της απεγνωσμένης προσπάθειας των ανθρώπων να δραπετεύσουν από τον πόλεμο, τη φτώχεια και τις διώξεις. Το διαχρονικό φαινόμενο της μετανάστευσης και της αναζήτησης καλύτερης ζωής, το οποίο έζησε έντονα, μισό αιώνα πριν, η κυπριακή κοινωνία, συσχετίζεται με την υποδοχή σήμερα νέων μεταναστών, αλλά και με τα νέα μεταναστευτικά ρεύματα των άνεργων νέων του τόπου.

«Εκεί που σήμερα/ ξοδεύουν τις Κυριακές τους/ οικονομικοί μετανάστες/ από την Ασία την Αφρική… στο ίδιο σημείο ακριβώς/ μαζεύονταν κάποτε/ Κυπριώτες με τα καλάθια/ και τους μποξάδες τους/ με τα κοφίνια και τις βαλίτσες τους/ το ίδιο χαμένοι-σαστισμένοι… Μισό αιώνα από τότε/ τα εγγόνια και δισέγγονα/ εκείνων των παππούδων/ παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς/ για τις ίδιες πικρές αιτίες.»

Έπειτα, με ποιητικά κατορθωμένο τρόπο φέρνει στην επιφάνεια την αποσιωπημένη κοινωνική ομάδα των μεταναστριών οικιακών εργατριών, η οποία ζει σε δύσκολες συνθήκες σ’ ένα ελεγχόμενο και ημιφωτισμένο περιθώριο φροντίζοντας ανήμπορους ανιόντες. Στο επίπεδο των καθημερινών σχέσεων οικειότητας και εμπιστοσύνης με τους ηλικιωμένους, η σχέση ετερότητας και ταυτότητας βρίσκεται σε διαρκή και ασύνορο διάλογο, αντανακλώντας κοινωνικές μεταβολές και θέτοντας υπό δοκιμασία τις κυρίαρχες παραστάσεις και ψευδαισθήσεις περί του «εαυτού» και του «άλλου».

«Στις κηδείες των γέρων μας/ οι πλέον απαρηγόρητοι/ δεν είναι τα παιδιά και τα εγγόνια τους/ αλλά οι Ασιάτισσες οικιακές φροντίστριες τους/ το κάνουν γιατί πρόλαβαν/ να “συντύχουν” με τους γέρους μας/ όσο δεν προλάβαμε ή δεν θελήσαμε/ εμείς να “συντύχουμε”».

Άριστος Τσιάρτας

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy