Πολλές οι προκλήσεις για τους πρόσφυγες της Συρίας

Στην Κύπρο έχουν αναζητήσει προστασία πάνω από 12.000 Σύροι από το 2011

Μετά από δέκα χρόνια, η Συρία παραμένει η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση ανά το παγκόσμιο. Πάνω από 6,6 εκατομμύρια Σύροι έχουν εκδιωχθεί από το 2011 με τη βία από τα σπίτια τους και άλλα 6,7 εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν εκτοπισμένοι μέσα στην ίδια τους την πατρίδα.

Οι Σύροι πρόσφυγες έχουν αναζητήσει άσυλο σε περισσότερες από 130 χώρες, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία –περίπου 5,5 εκατομμύρια πρόσφυγες– ζουν σε γειτονικές χώρες της περιοχής, όπως είναι η Τουρκία, ο Λίβανος, η Ιορδανία, το Ιράκ και η Αίγυπτος. Μόνο στην Τουρκία φιλοξενείται ο μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων από τη Συρία –3,6 εκατομμύρια.

Η φτώχεια και η ανεργία είναι μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Σύροι πρόσφυγες, προκλήσεις που έχουν μεγιστοποιηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19. Πάνω από το 70 τοις εκατό των Σύρων προσφύγων διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας και μία Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας – Έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, υπολογίζει ότι ένα ακόμη εκατομμύριο Σύροι πρόσφυγες, μαζί με 4.4 εκατομμύρια κατοίκους των κοινοτήτων που τους φιλοξενούν στην Ιορδανία, Λίβανο και Ιράκ, έχουν οδηγηθεί στη φτώχεια αμέσως μετά την πανδημία. Εκατομμύρια έχουν χάσει τις δουλειές τους και αδυνατούν ολοένα και περισσότερο να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες –περιλαμβανομένης της πρόσβασης σε τρεχούμενο νερό, ηλεκτρισμό, τροφή και φάρμακα και την πληρωμή των ενοικίων τους. Η οικονομική ύφεση τούς εκθέτει, επίσης, σε πολλαπλούς κινδύνους όσον αφορά θέματα προστασίας, όπως είναι η παιδική εργασία, η έμφυλη βία, γάμοι σε πολύ νεαρή ηλικία και άλλες μορφές εκμετάλλευσης.

Οι πρόσφυγες που ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς ή σε συνθήκες που προσομοιάζουν σε καταυλισμούς, αντιμετωπίζουν επίσης αυξημένο κίνδυνο να προσβληθούν από COVID-19. Οι συνθήκες συνωστισμού σε προσφυγικούς καταυλισμούς καθιστούν δύσκολη την εφαρμογή μέτρων υγιεινής, όπως είναι το συχνό πλύσιμο των χεριών και η κοινωνική αποστασιοποίηση.

Οι ευρωπαϊκές χώρες φιλοξενούν πάνω από 1 εκατομμύριο Σύρους αιτητές ασύλου και πρόσφυγες, με ποσοστό 70 τοις εκατό να φιλοξενείται από δύο μόνο χώρες: τη Γερμανία (59 τοις εκατό) και τη Σουηδία (11 τοις εκατό). Αυτό καθιστά τη Γερμανία την πέμπτη μεγαλύτερη σε αριθμούς χώρα υποδοχής σε παγκόσμιο επίπεδο, που φιλοξενεί ένα εκατομμύριο σε σύνολο, με περισσότερους από τους μισούς (560,000) να είναι Σύροι. Η Αυστρία, η Ελλάδα, η Ολλανδία και η Γαλλία φιλοξενούν μεταξύ 2 και 5 τοις εκατό, ενώ οι άλλες χώρες φιλοξενούν ποσοστό κάτω από το 2 τοις εκατό.

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στους Σύρους χορηγείται σταθερά ένα διεθνές καθεστώς προστασίας, με τη συντριπτική πλειοψηφία είτε να αποκτά καθεστώς πρόσφυγα είτε συμπληρωματικής προστασίας, ενώ η μειονότητα επωφελείται από άλλα καθεστώτα ανθρωπιστικής φύσεως. Από την έναρξη της συριακής κρίσης το 2011, έχουν ληφθεί περισσότερες από ένα εκατομμύριο (1.076.360) αποφάσεις από τις αρμόδιες Αρχές χορήγησης καθεστώτος ασύλου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αιτήσεις διεθνούς προστασίας από Σύρους.

Μερικές από τις σημαντικότερες προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι Σύροι πρόσφυγες στην Ευρώπη είναι οι περιοριστικές πολιτικές σε σχέση με την επανένωση οικογενειών, η μορφή του νομικού καθεστώτος, που συχνά δημιουργεί ένα αίσθημα αβεβαιότητας λόγω των τακτικών επανεξετάσεων, καθώς και οι δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας, ειδικά από τότε που η πανδημία του COVID-19 έχει προκαλέσει αύξηση στην ανεργία σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.

Στην Κύπρο έχουν αναζητήσει προστασία πάνω από 12.000 Σύροι από το 2011 και σε 8.500 από αυτούς έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία, κυρίως καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (96,4%), με τους υπόλοιπους να έχουν εξασφαλίσει καθεστώς πρόσφυγα.

Μια από αυτές τις χιλιάδες προσφύγων είναι η Najaa Bazaraa, 33 ετών, η οποία έφυγε από το Χαλέπι της Συρίας το 2013 με τον σύζυγό της και την οικογένειά της και ήρθε στην Κύπρο προς αναζήτηση ασφάλειας και ειρήνης. Ο αδερφός της ήταν ήδη στην Κύπρο και έτσι πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν τη χώρα τους όταν ο πόλεμος άρχισε να απειλεί τις ζωές τους. «Το σπίτι μας είχε ήδη βομβαρδιστεί, δεν είχαμε νερό ούτε ηλεκτρικό ρεύμα… Όταν ο σύζυγός μου κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του δύο φορές από ελεύθερους σκοπευτές στην περιοχή, αποφάσισα ότι έπρεπε να σώσουμε τις ζωές και το μέλλον των παιδιών μας.»

Ζουν στην Τάλα, ένα χωριό κοντά στην Πάφο, και πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. Χωρίς δουλειά και στήριξη από τις υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας, η οικογένεια βασίζεται για την κάλυψη βασικών τους αναγκών σε φιλανθρωπικές οργανώσεις και ανθρώπους που νοιάζονται. Λόγω προβλημάτων υγείας ο σύζυγός της αδυνατεί να εργαστεί –εργάζεται μόνο περιστασιακά– και η Najaa, όσο και εάν προσπαθεί, δεν κατάφερε να βρει δουλειά μέχρι σήμερα. «Το Τμήμα Εργασίας με παρέπεμψε σε αρκετές δουλειές, αλλά οι εργοδότες δεν με δέχονται εάν δεν αφαιρέσω τη μαντίλα μου. Κυρίως πρόκειται για δουλειές σε εστιατόρια για καθάρισμα και πλύσιμο πιάτων», αναφέρει.

 

Η οικογένεια ζει σε ένα χωριό με γείτονες που νοιάζονται, αλλά νιώθει ότι το μέλλον της οικογένειας στην Κύπρο είναι επισφαλές χωρίς προοπτικές εργοδότησης και νομικής σταθερότητας. Παρά το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το οποίο εξασφάλισε η οικογένεια στην Κύπρο, η Najaa ζει συνεχώς με το φόβο ότι θα τους στείλουν πίσω στη Συρία. Ωστόσο, τα παιδιά της πηγαίνουν σε δημόσιο σχολείο και μιλούν Ελληνικά. «Εάν τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι η Κύπρος είναι τώρα η πατρίδα τους. Η κόρη μου γεννήθηκε στην Κύπρο και τα άλλα μου παιδιά ήταν πολύ μικρά όταν πρωτοήρθαμε».

Της Najaa τής λείπει το σπίτι της και η πατρίδα της όπως ήταν πριν από τον πόλεμο. «Σίγουρα θα επέστρεφα στη Συρία αν αποκατασταθεί η ασφάλεια στη χώρα». Ωστόσο, ύστερα από 10 χρόνια πολέμου. δυσκολεύεται να πιστέψει, ακόμα κι αν τερματιζόταν η κρίση, ότι η Συρία θα μπορούσε να γίνει όπως ήταν πριν.

Η Kwthar Souleman, 34 ετών, είναι μητέρα τεσσάρων παιδιών από το Χαλέπι της Συρίας και ήρθε στην Κύπρο το 2015 με τον σύζυγό της και τις δύο κόρες της. Τα άλλα δύο παιδιά της γεννήθηκαν στην Κύπρο.

 

Σήμερα ζει στην Κύπρο με τον σύζυγό της και τα τέσσερα παιδιά της με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

«Όταν ξεκίνησε ο σφοδρός καταιγισμός βλημάτων και εκρήξεις βομβών, καταλάβαμε ότι έπρεπε να φύγουμε. Πήγαμε σε ένα μικρό χωριό κοντά στα τουρκικά σύνορα, αλλά λίγο μετά ούτε και εκεί ήμασταν ασφαλείς και έτσι περάσαμε στην Τουρκία», θυμάται.

Από την Τουρκία η οικογένεια έφτασε αεροπορικώς στο βόρειο τμήμα του νησιού και στη συνέχεια πέρασαν νότια, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ο σύζυγος της Kwthar ζούσε κι εργαζόταν στην Κύπρο για αρκετά χρόνια πριν αρχίσει η κρίση του 2011 και θεωρούσαν την Κύπρο ως ασφαλή επιλογή γι’ αυτούς και τα δύο ανήλικα παιδιά τους.

Μη έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της στην αρχιτεκτονική, η Kwthar ήθελε να τις συνεχίσει και ταυτόχρονα να στηρίξει την οικογένειά της. Παρά τις επίμονες αλλά ανεπιτυχείς προσπάθειές της για εξεύρεση εργασίας, η Kwthar και ο σύζυγός της αποφάσισαν να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση.

 

Μειώθηκαν στο μισό οι αιτήσεις ασύλου

 

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο, το 2020 συνολικά 7.036 άτομα υπέβαλαν νέες αιτήσεις ασύλου, υπήρξε δηλαδή μείωση 44,7% από τους αιτούντες άσυλο το 2019 (12.724). Οι δέκα πρώτες χώρες προέλευσης νέων αιτούντων άσυλο στην Κύπρο από τον Ιανουάριο έως τον Δεκέμβριο του 2020 είναι: Συρία, Ινδία, Καμερούν, Μπαγκλαντές, Πακιστάν, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Νιγηρία Νεπάλ, Γεωργία και Αίγυπτος.

Στο τέλος του 2020 εκκρεμούσαν αιτήσεις ασύλου 19.660 ατόμων -18.995 στην Υπηρεσία Ασύλου και 665 στην Αρχή Ελέγχου Προσφύγων.

Κατά το 2020, 172 άτομα έλαβαν καθεστώς πρόσφυγα και σε 1.512 χορηγήθηκε καθεστώς επικουρικής προστασίας, συνολικά 1.684 θετικές αποφάσεις που ελήφθησαν κυρίως από την Υπηρεσία Ασύλου (εκ των οποίων 41 ελήφθησαν από την Αρχή Ελέγχου Προσφύγων). Στη συντριπτική πλειοψηφία των Σύρων έχει παραχωρηθεί καθεστώς επικουρικής προστασίας (1.404), σε αντίθεση με το καθεστώς των προσφύγων (21). Η πλειονότητα των απορρίψεων το 2020 αφορά αιτούντες από το Πακιστάν, τη Γεωργία, την Ινδία, το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο, το Καμερούν και τη Νιγηρία.

Οι πέντε κύριες εθνικότητες των ατόμων που λαμβάνουν διεθνή προστασία από το 2002 έως τον Δεκέμβριο του 2020 είναι: Σύροι, Παλαιστίνιοι, Ιρακινοί, Ιρανοί και πρόσφυγες της Σομαλίας. Από το σύνολο των αιτήσεων που ελήφθησαν και υποβλήθηκαν σε επεξεργασία από το 2002, το 20,7% έλαβε διεθνή προστασία. Στην πλειοψηφία δόθηκε καθεστώς επικουρικής προστασίας.

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy